Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗΣ ~ χριστούγεννα 2015 και πολιτική αναγέννηση

κείμενα προβληματισμού, από τα πιο εκλεκτά ιστολόγια της Ελλάδας

από: ακτιβιστής

Άρθρο του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου *

Αν η γέννηση του Χριστού δεν συμβολίζει την διάθεση για αναγέννηση του πολιτικού όντος και του περιβάλλοντός του με ειρηνικούς και βιοοικονομικούς όρους, τότε δεν έχει σημασία - πέραν ασφαλώς της εμπορικής σημασίας. Αν, αγαπητέ αναγνώστη, τα ελληνικά Χριστούγεννα 2015 δεν συμβολίζουν την πνευματική αναζήτηση για πολιτική αναγέννηση στον τόπο μας, τότε είναι μάλλον κενά οποιουδήποτε παρεχομένου, πέραν του εμπορικού ασφαλώς. Είναι μίζερα, καταθλιπτικά  Χριστούγεννα, χωρίς την αύρα της πολιτικής αναγέννησης στη θέση μιας απολύτως στρεβλής και διαστροφικής πολιτικώς μεταρρύθμισης, που επιβλήθηκε με εξόχως καταναγκαστικό τρόπο από έξω: φαινομενικά και αφηγηματικά από την δομή της ευρωζώνης και της ΕΕ.
Τα πράγματα ασφαλώς δεν είναι έτσι όπως παρουσιάζονται. Φορέας ισχύος που επιβάλλει εν είδη διαρκούς πραξικοπήματος το νέο μεταρρυθμιστικό καθεστώς στην Ελλάδα δεν είναι οι θεσμοί της ΕΕ και το ΔΝΤ, αλλά οι παράγοντες (actors) που κατασκευάζουν αυτούς τους θεσμούς για να ασκήσουν την ηγεμονία τους σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό χώρο που είναι αυτός της ΕΕ. Ποιοι είναι αυτοί οι παράγοντες; Η γερμανική κυβέρνηση σε συνεργασία με την διοίκηση των ΗΠΑ και την ελίτ που ελέγχει σε παγκόσμιο επίπεδο το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αν δεν αντιληφθείς αυτή την σχέση και δεν τοποθετήσεις την πολιτική ισχύ στον πραγματικό πολιτικό παράγοντα της δράσης, αλλά εσφαλμένως και μεταφυσικώς στην παράσταση αυτού (θεσμοί, ΔΝΤ κλπ), τότε είναι προφανές ότι δεν μπορείς να αντιληφθείς με πολιτικούς όρους την αναγέννηση στην οποία αναφέρομαι. Στο επίπεδο της παράστασης η αναγέννηση δεν έχει καμία ουσιώδη υπόσταση και αντ’ αυτής κυριαρχούν άλλοι όροι που διαμορφώνουν αντίστοιχες τάξεις πραγμάτων, όπως αλλαγή, μετάβαση, προσαρμογή, εκσυγχρονισμός, επανίδρυση, μεταμόρφωση, διάσωση, κλπ.
Όλα αυτά διαμορφώνουν μία ψευδοσυνείδηση για τον κόσμο και τον εαυτό μας, οδηγώντας τελικά χωρίς να το καταλάβουμε στον εγκλωβισμό μας σε κάποια μορφή ολοκληρωτισμού. Εάν θεωρήσεις πως το περιβάλλον είναι ο καθοριστικός, ή έστω, σημαντικός παράγοντας που προκαλεί για τη μεταρρύθμιση ενός καθεστώτος, υπονοείς πως το περιβάλλον είναι actor. Και από το σημείο αυτό ξεκινά η μεταφυσική της πολιτικής και η ψευδαίσθηση που στο πλαίσιο ενός zero-sum-game καταλήγει φυσιολογικά σε μια μορφή δεξιού ή αριστερού ολοκληρωτισμού, ή σε εκείνη τη σύγχρονη της ολοκληρωτικής αγοράς.
Μόνον εάν αντιληφθείς πως οι θεσμοί που συστήνουν πολιτικά περιβάλλοντα εντός των οποίων υπάρχεις και λειτουργείς, δεν είναι παράγοντες αλλά δομολειτουργικοί χώροι άρθρωσης πολιτικής ισχύος και επιρροής κάποιων πραγματικών παραγόντων, θα μπορούσες ίσως να αντιληφθείς και να προσεγγίσεις πολιτικά την έννοια της αναγέννησης. Διαφορετικά δεν γίνεται!
Ποιο είναι λοιπόν το πρόβλημα που εμποδίζει το ελληνικό πολιτικό σύστημα να διαπραγματευθεί την χρόνια ελληνική κρίση με όρους αναγέννησης της πολιτικής ή πολιτικής αναγέννησης στον τόπο μας; Η αριστερή ή δεξιά ιδεολογικοποίηση και ο ανθρωπομορφισμός των θεσμών (ευρωπαϊκών και διεθνών χρηματοπιστωτικών) που μετουσιώνουν μία δομή πολιτικού ασφαλώς χαρακτήρα, σε παράγοντα. Από κει και πέρα αρχίζει η στρέβλωση και η μεταφορά της πραγματικότητας από την σφαίρα του βιώματος και των αισθήσεων σε εκείνη της παράστασης του βιώματος και της φαντασιακής προέκτασης των αισθήσεων. Σε αυτήν την σφαίρα δεν έχει έννοια η αναγέννηση. Κι έτσι εκτός από τους παραδομένους στην ολοκληρωτική αγορά νεοφιλελεύθερους, καταλήγει να στρέφεται, μάλλον ασυνειδήτως, εναντίον της αναγέννησης και ένας σημαντικός αριθμός εκ των αριστερών, πέραν των φασιζόντων εθνικιστών.
Η αναγέννηση προϋποθέτει πως η αντικειμενικότητα που ορίζει δομολειτουργικώς ένα θεσμικού χαρακτήρα περιβάλλον, γίνεται αντιληπτή στο πλαίσιο της αλληλόδρασης βιολογικών (βιοπολιτικών) παραγόντων. Αυτοί και μόνον αυτοί είναι φορείς ισχύος στις ιδιαίτερες κοινωνίες και στον κόσμο και όχι οι (ανα)παραστάσεις των σχέσεών τους δια των παραστάσεων θεσμών, οι οποίες μεταφέρουν αφαιρετικά το πολιτικό παιχνίδι στον μικρόκοσμο των ελίτ.
Δηλαδή, εάν εσύ όπως κι εγώ, φίλε αναγνώστη, δεν αντιληφθούμε πως είμαστε φορείς πολιτικής ισχύος, όπως ακριβώς και οι αντιπρόσωποί μας στο κοινοβούλιο και αντιστοίχως όλοι οι πολίτες της ΕΕ δια των αντιπροσώπων τους και μέσα από κινήματα χειραφέτησης, προφανώς δεν είναι δυνατόν να εσωτερικεύσουμε την έννοια της αναγέννησης. Και δίχως αυτήν δεν είναι δυνατόν να γίνουμε παράγοντες μίας νέας μεταπολίτευσης για την Ελλάδα και μίας δημοκρατικής και κοινωνικής μεταμόρφωσης της ΕΕ. Αυτό πράγματι μεταφέρει την υπευθυνότητα στην φυσική πηγή πολιτικής ισχύος, που δεν είναι γενικώς και αορίστως κάποιος λαός, αλλά ο κάθε πολίτης ξεχωριστά. Έτσι η υπευθυνότητα παύει να χαρακτηρίζει αποκλειστικά τις ελίτ, αλλά γίνεται ο ηθικός και πολιτικός άξονας κοινωνικής συμπεριφοράς όλων μας. Και μόνον έτσι η αναγέννηση παύει να είναι μία μεταφορά πολιτικής νομιμοποίησης καταναγκαστικών πολιτικών από πάνω και γίνεται ένα αυθεντικό λαϊκό αίτημα, λαμβάνοντας ιδανικά την μορφή κινήματος – και όχι την παράσταση ενός μαζικού κινήματος.
Η αναγέννηση λοιπόν, που θα πρέπει να συνδέεται με οποιαδήποτε αφήγηση περί νέας μεταπολίτευσης, είναι όρος δημοκρατικής και κοινωνικής ευθύνης για τον κάθε πολίτη και όχι γενικώς για την πολιτική και οικονομική ελίτ, ή γενικώς κάποιου μαζικού κινήματος που συστήνεται στον χώρο της ιδεολογίας ή του εθνικισμού.
Βλέπεις σήμερα οι αναλυτές της ελληνικής κοινής γνώμης να καταγράφουν την αυξανόμενη απογοήτευση των ελλήνων και διάθεση αποχής από τα κοινά, αλλά η αλήθεια γι’ αυτήν την εξέλιξη αναζητείται στον χώρο των ιδεολογικών και εθνικιστικών αναπαραστάσεων. Έτσι όμως, απλώς ρίχνεις ένα ιδεολογικό ή εθνικιστικό πέπλο μπροστά στα μάτια σου για να μην προσεγγίσεις με υπευθυνότητα την μικρή αλήθεια της πραγματικότητας.
Η αλήθεια είναι ότι από όλες τις πολιτικές δυνάμεις που εκπροσωπούνται στο σημερινό κοινοβούλιο, καμία δεν υπήρξε έντιμη ως προς τον πολίτη και καμία δεν ενδιαφέρθηκε να μεταφέρει την πολιτική ισχύ από την ηγεσία στη βάση. Και όχι μόνον αυτό: Άλλοι αμέσως και άλλοι εμμέσως επιχείρησαν να πείσουν τον πολίτη πως είναι ανίσχυρος εντός της ΕΕ και πως μπορεί να ισχυροποιηθεί μόνον στον βαθμό που φύγουμε από την ευρωζώνη και τους δυτικούς θεσμούς, ή μόνον στον βαθμό που ακολουθήσει πιστά το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού που έχει επιβληθεί στην Ελλάδα, θεμελιώνοντας ένα απολύτως αδιέξοδο καθεστώς πτώχευσης και φτωχοποίησης. Την πλέον υποκριτική μάλιστα στάση ως προς αυτό εμφάνισε ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ενώ ανήλθε στην εξουσία μοιάζοντας να αντιλαμβάνεται τους όρους αναγέννησης που εκθέτω σε αυτό το σημείωμα, κατέληξε ως κυβερνητικός παράγων να πολιτεύεται με το «δεν υπήρχε και δεν υπάρχει άλλη επιλογή».
Εάν δεν υπάρχει άλλη επιλογή… τότε είσαι έτοιμος να παράγεις ή να υποταχθείς σε μία γραφειοκρατική ηγεσία ολοκληρωτικού τύπου. Αν δεν επιβάλλεις εσύ μία δικτατορία, θα υπηρετήσεις μία δικτατορία. Συμβαίνει, μάλιστα, η σημερινή – αριστερή στην παράσταση, παρακαλώ –  κυβέρνηση να διαπράττει αυτό που χαρακτηρίζει όλες σχεδόν τις κυβερνήσεις των failed states: να μιλούν ανοιχτά ή να υπαινίσσονται ένα πραξικοπηματικό περιβάλλον εντός του οποίου λειτουργούν, διακηρύσσοντας ταυτόχρονα πως υπηρετώντας με πραξικοπηματικούς όρους τη μεταρρύθμιση που αυτό ορίζει, θα πετύχουν κάποια στιγμή να προσφέρουν αναγέννηση με τη μορφή της απαλλαγής από την χούντα και της αναδημιουργίας της πολιτείας με όρους γνήσιου εκδημοκρατισμού! Αυτό δεν είναι ψευδαίσθηση, είναι κατάφορη προσβολή της στοιχειώδους λογικής, πέραν της ιστορίας και της επιστήμης. Ας μην απορούμε, λοιπόν, γιατί η πλειονότητα των ελλήνων έχει σιχαθεί την πολιτική και τους πολιτικούς!

Μόνον που αυτό το τελευταίο είναι ένα δραματικό αποτέλεσμα της πολιτικής λειτουργίας στην Ελλάδα, το οποίο αντί να προκαλέσει για την αναγέννηση της πολιτικής, καταλήγει με έναν διαλεκτικό τρόπο στην ανοχή ή αναζήτηση του ολοκληρωτισμού. Εάν οι περισσότεροι έλληνες πειστούν πως δεν υπάρχει εναλλακτικός τρόπος αντιμετώπισης του σύγχρονου ελληνικού δράματος εντός της ΕΕ, είναι βέβαιο πως θα στραφούν για να σωθούν στο σκληρό κέλυφος του εθνικού κράτους, πράγμα που υπό τις παρούσες κοινωνικές και παραγωγικές συνθήκες στην χώρα μας οδηγεί κατευθείαν στον φασισμό. Η αναγέννηση της Ελλάδας δεν είναι ωστόσο υπόθεση φασισμού, αλλά ανυπόκριτου εκδημοκρατισμού. Κι αυτό μπορεί να συμβεί μόνον στον βαθμό που υπάρξει ανοιχτή προοπτική και αγώνας για μία μορφή εναλλακτικής ηγεμονίας στην ΕΕ, για έναν προοδευτικό ευρωπαϊσμό, δηλαδή, ο οποίος δεν μπορεί να συμβιβαστεί ούτε με τον ιμπεριαλισμό, ούτε με την γραφειοκρατική ηγεσία, ούτε ασφαλώς με οποιαδήποτε μορφή πολεμικής εμπλοκής οπουδήποτε, ή αλλιώς μιλιταριστικής επέμβασης.

* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προβληματίστηκες; σχολίασε το