κείμενα προβληματισμού, από τα πιο εκλεκτά ιστολόγια της Ελλάδας
από: Φωτεινή Μαστρογιάννη
Ο φθόνος, ως ελληνικό χαρακτηριστικό που εμποδίζει την αλληλεγγύη και την συλλογικότητα, έχει αναφερθεί πολλές φορές από διάφορους διανοούμενους.
Ο φθόνος έχει αναλυθεί από ψυχολόγους αλλά και από ιστορικούς. Το ερώτημα όμως είναι εάν πρόκειται για αποκλειστικά ελληνικό χαρακτηριστικό;
Σύμφωνα με τον ψυχοθεραπευτή Μιχάλη Πατεράκη, ο φθόνος αναπτύσσεται, ήδη από την βρεφική ηλικία, στη σχέση του βρέφους με τη μητέρα. Όταν η μητέρα «παίρνει» αντί να δίνει στο βρέφος τότε αναπτύσσεται από αυτό το συναίσθημα του φθόνου.
Ο κος Πατεράκης ανατρέπει με έντονο τρόπο την κρατούσα αντίληψη που υποστηρίζει ότι οι μητέρες στην Ελλάδα είναι πολύ καλές, γιατί θεωρεί ότι φροντίζουν πρώτα να ικανοποιούν τις δικές τους ανάγκες αντί των παιδιών τους και τονίζει ότι η ελληνική οικογένεια είναι η χειρότερη στην ευρωπαϊκή κλίμακα και μία από τις χειρότερες παγκοσμίως. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι μόνο το 10-20% των γάμων είναι σχετικά καλοί ενώ το 80-90% είναι προβληματικοί αλλά αρκετοί και κακοποιητικοί τόσο για το ζευγάρι όσο και για τα παιδιά.
Υποστηρίζει επίσης ότι η ελληνική κοινωνία είναι κατά βάση μία κοινωνία φθόνου γιατί οι μητέρες «εκμεταλλεύτηκαν» τους άλλους. Δημιουργείται έτσι ένα περιβάλλον στέρησης και καταπίεσης το οποίο επιδεινώνεται από γεγονότα όπως ο γάμος με έναν σύζυγο που δεν θέλει η γυναίκα και στη συνέχεια για να αναπληρώσει το κενό τα «φτιάχνει» με τον γιο ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι η μητέρα του θέλει να καλύψει τις δικές της ανάγκες και όχι τις δικές του. Στην περίπτωση που η μητέρα έχει κόρες τις πιέζει να παντρευτούν με κάποιον που δεν θέλει προκειμένου να εκδικηθούν τους δικούς τους γονείς κοκ. Επιπρόσθετα πάρα πολλά από τα προβλήματα κρύβονται κάτω από το χαλί.
Ο φθόνος όμως έχει συζητηθεί και σε άλλες κοινωνίες εκτός της ελληνικής όπως είναι η γερμανική.
Στο πολυσυζητημένο βιβλίο του “Why the Germans? Why the Jews?: Envy, Race Hatred, and the Prehistory of theHolocaust,” o Götz Aly αναφέρει τον Julius Fröbel, έναν αντιπρόσωπο της Εθνοσυνέλευσης του 1848 στην Φρανκφούρτη, μία εθνοσυνέλευση που δεν επέτυχε τον σκοπό της που ήταν η δημιουργία ενός Γερμανικού κράτους έθνους. « Ο Γερμανός πάντα προσπαθεί να δείξει πόσο Γερμανός είναι. Το γερμανικό πνεύμα στέκεται πάντα μπροστά από έναν καθρέπτη αυτοθαυμαζόμενο αλλά ακόμα και εάν έχει κοιταχτεί πολλές φορές, η μυστική αμφιβολία για την ύπαρξή του παραμένει». Ο Aly βασιζόμενος στα λόγια του Julius Fröbel, προσπάθησε να στηρίξει την άποψή του ότι το αίσθημα κατωτερότητας είναι ένα γερμανικό χαρακτηριστικό και ότι η ανασφάλεια που αισθάνονται αποτελεί πηγή φθόνου. Ο φθόνος, κατά τον Aly, είναι αυτός που τους οδήγησε να προκαλέσουν το Ολοκαύτωμα.
O Petteri Pietikainen (2007) αναφέρθηκε στον εθνικό φθόνο ως χαρακτηριστικό των Σουηδών και ως αιτία αυτού το προτεσταντικό δόγμα και των ενοχών και τύψεων που είχαν οι Σουηδοί όσον αφορά την σχέση τους με το Θεό και της δικής τους ηθικής αγνότητας. Ως αποτέλεσμα αυτής της αμφιβολίας, ανέπτυξαν σύνδρομο κατωτερότητας.
Βλέπουμε λοιπόν ότι ο φθόνος ως εθνικό χαρακτηριστικό δεν αποτελεί αποκλειστικότητα των Ελλήνων. Εάν θέλαμε να τολμήσουμε μία ερμηνεία εξήγησης αυτού, πέραν της δυσλειτουργικότητας της ελληνικής οικογένειας που έθιξε ο κος Πατεράκης, θα προσθέταμε και ιστορικούς λόγους.
Οι νεοέλληνες πάντα αισθάνονταν υπερήφανοι για τους προγόνους τους αλλά και πάντα αισθάνονταν ότι υπολείπονταν αυτών. Η μαζική επίθεση που έχουν δεχτεί κυρίως από τους Ευρωπαίους αλλά και τους επονομαζόμενους εθνομηδενιστές, όσον αφορά την άμεση σχέση με τους προγόνους τους, έχει αφήσει τα κατάλοιπά της που είναι το έντονο αίσθημα κατωτερότητας έναντι των δυτικών. Οι Ευρωπαίοι, με χαρακτηριστικό εκπρόσωπο τον Φαλμεράγιερ, αμφισβήτησαν την ελληνικότητα των νεοελλήνων κάτι που συνεχίζεται μέχρι σήμερα εάν λάβουμε υπόψη το μίσος των ευρωπαϊκών μέσων εναντίον των Ελλήνων με αφορμή την κακή οικονομική κατάσταση της χώρας. Ακόμα και σε επίπεδο λαών και όχι κυβερνήσεων, ελάχιστες είναι οι κινήσεις υποστήριξης των φτωχών Ελλήνων από τους ευρωπαϊκούς λαούς.
Πέραν αυτού, οι δυτικοί αμφισβητούν επίσης την ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους περιορίζοντας την ελληνική ιστορία στην αρχαία Ελλάδα παραβλέποντας σκοπίμως, τη βυζαντινή και νεότερη.
Όλα αυτά απετέλεσαν καίρια χτυπήματα στην εθνική αξιοπρέπεια η οποία όμως πάντα βάλλονταν λόγω της αποικιοκρατικής φύσης του νέου ελληνικού κράτους το οποίο βρίσκονταν πάντα υπό την «προστασία» ξένων δυνάμεων και οι οποίες ως κατακτητές δεν θα ήθελαν έναν λαό υπερήφανο αλλά δουλικό, υποταγμένο και κατά συνέπεια εύκολα χειραγωγήσιμο. Η έλλειψη αυτή της αξιοπρέπειας και το αίσθημα κατωτερότητας ενδυναμώνεται από το πλήθος Ελλήνων που έχουν διαπαιδαγωγηθεί και σπουδάσει με τα δυτικά πρότυπα όπου διδάχτηκαν ότι κάθε δυτικό είναι ισοδύναμο με τον πολιτισμό ενώ κάθε ελληνικό ισοδυναμεί με οπισθοδρόμηση. Ως μοντέρνοι γενίτσαροι προσπαθούν να επιβάλλουν την δυτική νοοτροπία ως ανώτερη βασιζόμενοι στην άγνοιά τους για την ελληνική ιστορία και πολιτισμό.
Φυσικά τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι δεν υπάρχουν δυσλειτουργίες ή ότι οι σύγχρονοι Έλληνες δεν ευθύνονται για τα δικά τους λάθη. Πόσα όμως από αυτά είναι πραγματικά και πόσα επιβαλλόμενα;
Η φυγή από την δύσκολη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το σύγχρονο ελληνικό έθνος μπορεί να γίνει μόνο μέσα από την αυτογνωσία και από την βαθιά μελέτη της ελληνικής ιστορίας και πολιτικής. Κατ’αυτό τον τρόπο θα μειωθούν και τα αισθήματα κατωτερότητας, φθόνου και θυμού και θα συντελεστεί ένα ουσιαστικό βήμα προόδου και διάσωσης του ελληνικού πολιτισμού που αποτελεί χρέος όλων μας, τόσο απέναντι σε εμάς όσο και απέναντι στην ανθρωπότητα.
Ο φθόνος, ως ελληνικό χαρακτηριστικό που εμποδίζει την αλληλεγγύη και την συλλογικότητα, έχει αναφερθεί πολλές φορές από διάφορους διανοούμενους.
Ο φθόνος έχει αναλυθεί από ψυχολόγους αλλά και από ιστορικούς. Το ερώτημα όμως είναι εάν πρόκειται για αποκλειστικά ελληνικό χαρακτηριστικό;
Σύμφωνα με τον ψυχοθεραπευτή Μιχάλη Πατεράκη, ο φθόνος αναπτύσσεται, ήδη από την βρεφική ηλικία, στη σχέση του βρέφους με τη μητέρα. Όταν η μητέρα «παίρνει» αντί να δίνει στο βρέφος τότε αναπτύσσεται από αυτό το συναίσθημα του φθόνου.
Ο κος Πατεράκης ανατρέπει με έντονο τρόπο την κρατούσα αντίληψη που υποστηρίζει ότι οι μητέρες στην Ελλάδα είναι πολύ καλές, γιατί θεωρεί ότι φροντίζουν πρώτα να ικανοποιούν τις δικές τους ανάγκες αντί των παιδιών τους και τονίζει ότι η ελληνική οικογένεια είναι η χειρότερη στην ευρωπαϊκή κλίμακα και μία από τις χειρότερες παγκοσμίως. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι μόνο το 10-20% των γάμων είναι σχετικά καλοί ενώ το 80-90% είναι προβληματικοί αλλά αρκετοί και κακοποιητικοί τόσο για το ζευγάρι όσο και για τα παιδιά.
Υποστηρίζει επίσης ότι η ελληνική κοινωνία είναι κατά βάση μία κοινωνία φθόνου γιατί οι μητέρες «εκμεταλλεύτηκαν» τους άλλους. Δημιουργείται έτσι ένα περιβάλλον στέρησης και καταπίεσης το οποίο επιδεινώνεται από γεγονότα όπως ο γάμος με έναν σύζυγο που δεν θέλει η γυναίκα και στη συνέχεια για να αναπληρώσει το κενό τα «φτιάχνει» με τον γιο ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι η μητέρα του θέλει να καλύψει τις δικές της ανάγκες και όχι τις δικές του. Στην περίπτωση που η μητέρα έχει κόρες τις πιέζει να παντρευτούν με κάποιον που δεν θέλει προκειμένου να εκδικηθούν τους δικούς τους γονείς κοκ. Επιπρόσθετα πάρα πολλά από τα προβλήματα κρύβονται κάτω από το χαλί.
Ο φθόνος όμως έχει συζητηθεί και σε άλλες κοινωνίες εκτός της ελληνικής όπως είναι η γερμανική.
Στο πολυσυζητημένο βιβλίο του “Why the Germans? Why the Jews?: Envy, Race Hatred, and the Prehistory of theHolocaust,” o Götz Aly αναφέρει τον Julius Fröbel, έναν αντιπρόσωπο της Εθνοσυνέλευσης του 1848 στην Φρανκφούρτη, μία εθνοσυνέλευση που δεν επέτυχε τον σκοπό της που ήταν η δημιουργία ενός Γερμανικού κράτους έθνους. « Ο Γερμανός πάντα προσπαθεί να δείξει πόσο Γερμανός είναι. Το γερμανικό πνεύμα στέκεται πάντα μπροστά από έναν καθρέπτη αυτοθαυμαζόμενο αλλά ακόμα και εάν έχει κοιταχτεί πολλές φορές, η μυστική αμφιβολία για την ύπαρξή του παραμένει». Ο Aly βασιζόμενος στα λόγια του Julius Fröbel, προσπάθησε να στηρίξει την άποψή του ότι το αίσθημα κατωτερότητας είναι ένα γερμανικό χαρακτηριστικό και ότι η ανασφάλεια που αισθάνονται αποτελεί πηγή φθόνου. Ο φθόνος, κατά τον Aly, είναι αυτός που τους οδήγησε να προκαλέσουν το Ολοκαύτωμα.
O Petteri Pietikainen (2007) αναφέρθηκε στον εθνικό φθόνο ως χαρακτηριστικό των Σουηδών και ως αιτία αυτού το προτεσταντικό δόγμα και των ενοχών και τύψεων που είχαν οι Σουηδοί όσον αφορά την σχέση τους με το Θεό και της δικής τους ηθικής αγνότητας. Ως αποτέλεσμα αυτής της αμφιβολίας, ανέπτυξαν σύνδρομο κατωτερότητας.
Βλέπουμε λοιπόν ότι ο φθόνος ως εθνικό χαρακτηριστικό δεν αποτελεί αποκλειστικότητα των Ελλήνων. Εάν θέλαμε να τολμήσουμε μία ερμηνεία εξήγησης αυτού, πέραν της δυσλειτουργικότητας της ελληνικής οικογένειας που έθιξε ο κος Πατεράκης, θα προσθέταμε και ιστορικούς λόγους.
Οι νεοέλληνες πάντα αισθάνονταν υπερήφανοι για τους προγόνους τους αλλά και πάντα αισθάνονταν ότι υπολείπονταν αυτών. Η μαζική επίθεση που έχουν δεχτεί κυρίως από τους Ευρωπαίους αλλά και τους επονομαζόμενους εθνομηδενιστές, όσον αφορά την άμεση σχέση με τους προγόνους τους, έχει αφήσει τα κατάλοιπά της που είναι το έντονο αίσθημα κατωτερότητας έναντι των δυτικών. Οι Ευρωπαίοι, με χαρακτηριστικό εκπρόσωπο τον Φαλμεράγιερ, αμφισβήτησαν την ελληνικότητα των νεοελλήνων κάτι που συνεχίζεται μέχρι σήμερα εάν λάβουμε υπόψη το μίσος των ευρωπαϊκών μέσων εναντίον των Ελλήνων με αφορμή την κακή οικονομική κατάσταση της χώρας. Ακόμα και σε επίπεδο λαών και όχι κυβερνήσεων, ελάχιστες είναι οι κινήσεις υποστήριξης των φτωχών Ελλήνων από τους ευρωπαϊκούς λαούς.
Πέραν αυτού, οι δυτικοί αμφισβητούν επίσης την ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους περιορίζοντας την ελληνική ιστορία στην αρχαία Ελλάδα παραβλέποντας σκοπίμως, τη βυζαντινή και νεότερη.
Όλα αυτά απετέλεσαν καίρια χτυπήματα στην εθνική αξιοπρέπεια η οποία όμως πάντα βάλλονταν λόγω της αποικιοκρατικής φύσης του νέου ελληνικού κράτους το οποίο βρίσκονταν πάντα υπό την «προστασία» ξένων δυνάμεων και οι οποίες ως κατακτητές δεν θα ήθελαν έναν λαό υπερήφανο αλλά δουλικό, υποταγμένο και κατά συνέπεια εύκολα χειραγωγήσιμο. Η έλλειψη αυτή της αξιοπρέπειας και το αίσθημα κατωτερότητας ενδυναμώνεται από το πλήθος Ελλήνων που έχουν διαπαιδαγωγηθεί και σπουδάσει με τα δυτικά πρότυπα όπου διδάχτηκαν ότι κάθε δυτικό είναι ισοδύναμο με τον πολιτισμό ενώ κάθε ελληνικό ισοδυναμεί με οπισθοδρόμηση. Ως μοντέρνοι γενίτσαροι προσπαθούν να επιβάλλουν την δυτική νοοτροπία ως ανώτερη βασιζόμενοι στην άγνοιά τους για την ελληνική ιστορία και πολιτισμό.
Φυσικά τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι δεν υπάρχουν δυσλειτουργίες ή ότι οι σύγχρονοι Έλληνες δεν ευθύνονται για τα δικά τους λάθη. Πόσα όμως από αυτά είναι πραγματικά και πόσα επιβαλλόμενα;
Η φυγή από την δύσκολη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το σύγχρονο ελληνικό έθνος μπορεί να γίνει μόνο μέσα από την αυτογνωσία και από την βαθιά μελέτη της ελληνικής ιστορίας και πολιτικής. Κατ’αυτό τον τρόπο θα μειωθούν και τα αισθήματα κατωτερότητας, φθόνου και θυμού και θα συντελεστεί ένα ουσιαστικό βήμα προόδου και διάσωσης του ελληνικού πολιτισμού που αποτελεί χρέος όλων μας, τόσο απέναντι σε εμάς όσο και απέναντι στην ανθρωπότητα.
Σας ευχαριστώ πολύ κε Σπυριδάκη για την ανάρτηση του άρθρου μου. Να είστε καλά!
ΑπάντησηΔιαγραφή