κείμενα προβληματισμού, από τα πιο εκλεκτά ιστολόγια της Ελλάδας
από: ακτιβιστής
Άρθρο του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου
Δεν υπήρχε πιο συνεννοήσιμος, ευπροσήγορος και συναινετικός ηγέτης από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Βαρσοβία, την ίδια στιγμή που αναθερμαίνονται έντονα οι ψυχραμένες έως πολεμικής αντιπαλότητας σχέσεις Πούτιν και Ερντογάν, με τους δυο τους να περνούν από τις εκατέρωθεν απειλές σε νέα φάση ανανεωμένης φιλίας, εκφράζοντας την «ανάγκη για συνεργασία ενόψει των πολιτικών, οικονομικών και ανθρωπιστικών κρίσεων στην περιοχή».
Τι τρέχει εδώ, τι έπαθε ο Ερντογάν και από σκληρός του ΝΑΤΟ, δύστροπος με την διοίκηση των ΗΠΑ, άτεγκτος προς την ρωσική και ισραηλινή ηγεσία, «εκβιαστικός» προς την γερμανική κυβέρνηση και την ΕΕ, μεταμορφώθηκε σε καλό, πολύτιμο και έντιμο συνεργάτη όλων, εμφανίζοντας μετά από χρόνια ένα ανανεωμένο κοσμοπολιτικό προφίλ, με τεράστια αποθέματα κατανόησης του Άλλου – του όποιου Άλλου συμμάχου ή/και ανταγωνιστή του στην ευρύτερη γεωπολιτική περιοχή, όπου αρθρώνεται το εθνικό, τουρκικό συμφέρον; Τι έπαθαν όλοι οι Άλλοι και κυρίως ο πολύ θυμωμένος και απειλητικός μαζί του, «προδομένος» Πούτιν και γλύκαναν μαζί του ξαφνικά, έως παρεξηγήσεως από εκείνους που δεν καταλαβαίνουν την σύγχρονη διάσταση της διεθνούς πολιτικής, ή που δεν θέλουν να την καταλάβουν, καθώς έτσι θα έχαναν την οποιαδήποτε ικανότητα να εμπορεύονται το «σοκ και δέος» και την πολεμική απειλή ή λύτρωση – στο πλαίσιο της εμπορίας όπλων – έτσι ώστε να επιβεβαιωθούν οι προφήτες της καταστροφής, της αποκάλυψης ή/και της αποκατάστασης μιας κάποιας θεϊκού χαρακτήρα αρμονίας, όπου τα πρόβατα θα χωριστούν επιτέλους από τα ερίφια;
Μάλλον όλοι κατάλαβαν πως οι μικροπολιτικές τακτικές από όλες τις πλευρές και οι παραστάσεις ισχύος του ενός εναντίον του άλλου, ακόμη και μεταξύ συμμάχων, καταλήγουν να υπονομεύουν στα σοβαρά το οικοδόμημα ασφαλείας που κτίστηκε μετά (και κατά) τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο για να αναθεωρηθεί, μάλλον προσεκτικά μετά την κατάρρευση του διπολισμού στην Ευρώπη. Το μάθημα του πώς καταλήξαμε στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο διακόπτοντας βίαια την πρώτη απόπειρα παγκοσμιοποίησης, δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθεί από κανέναν και για κανέναν απολύτως λόγο. Άλλωστε είναι πλέον ξεκάθαρο πως οι ίδιες οι στρατιωτικές ηγεσίες των ισχυρών στρατιωτικώς χωρών έχουν μεταβάλει σημαντικά κουλτούρα, επενδύοντας περισσότερο σε ήπιες μορφές προώθησης των εθνικών συμφερόντων, ή ακόμη σε επικοινωνιακές τακτικές με επίδειξη ισχύος και όχι στην εφαρμογή της στρατιωτικής ισχύος στην πράξη και αυθαίρετα.
Είναι σαφές πλέον σε όλους ότι η αλληλεξάρτηση των σημερινών μεγάλων δυνάμεων είναι μεγαλύτερη από ποτέ και ότι η πολεμική κινητοποίηση στο πλαίσιο αντιπαράθεσης περιφερειακών δυνάμεων δεν είναι δυνατόν παρά να επιφέρει μία παγκόσμια σύρραξη, που εκτός από την σύγχρονη παγκοσμιοποίηση είναι πιθανόν να διαλύσει συμφέροντα και συμμαχίες που κτίστηκαν με αίμα και μοναδική στα ιστορικά χρονικά επένδυση κεφαλαίου. Στην πραγματικότητα και σύμφωνα με την Θεωρία των Παιγνίων, τα κλασικά - μοντέρνα αμυντικά δόγματα και οι στρατηγικές αποτροπής αποτελούν ιστορία, ενώ η σύγχρονη πραγματικότητα της προχωρημένης πλέον παγκοσμιοποίησης περιορίζει στο ελάχιστο την πιθανότητα εσωτερικής έκρηξης ενός ισχυρού στρατιωτικά καθεστώτος, που θα προκαλούσε αντανακλαστικές κινήσεις επέκτασης με σημαντική κατάληψη εδαφών και αναπόφευκτη πολεμική σύγκρουση με άλλες επίσης ισχυρές στρατιωτικώς δυνάμεις. Όσο η παγκοσμιοποίηση εμβαθύνεται και διευρύνεται, τόσο αυξάνει η πιθανότητα μία σύγκρουση μεταξύ ισχυρών στρατιωτικώς δυνάμεων να καταλήξει στην απόλυτη καταστροφή χωρίς νικητή και με όλους ηττημένους. Και αυτό καμία πολιτική ηγεσία σε καμία μεγάλη χώρα δεν θα μπορούσε να το διανοηθεί.
Τώρα είναι πλέον ο παγκοσμιοποιημένος χαρακτήρας των ιδιαίτερων αστικών τάξεων που διαμορφώνει ένα νέο παγκόσμιο ηγεμονικό μοντέλο, το οποίο δεν αποκλείει τον πόλεμο και μάλιστα σε παγκόσμιο επίπεδο, απλώς αποκλείει η επίλυση των κρίσεων να γίνεται με πολεμικά μέσα. Τώρα είναι οικονομικές, αλλά και στρατιωτικές πρωτοβουλίες που προκαλούν τοπικές ή διεθνείς κρίσεις, μόνον που γίνεται συνειδητή προσπάθεια οι κρίσεις αυτές να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο θεσπισμένων συμμαχιών ή συγκυριακών συμμαχιών και όχι με κινήσεις που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως απειλή για γενικευμένη σύρραξη. Ακόμη και το καθεστώς Πούτιν στην Ρωσία, το οποίο πολλοί στην Δύση εμφανίζουν ιδιαίτερα «παράτολμο» και αριβιστικό, σχολιάζοντας κυρίως την επέμβασή του στην ουκρανική κρίση, στην πραγματικότητα είναι ιδιαίτερα προσεκτικό και συντηρητικό, θα έλεγε κανείς, σε κινήσεις που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως επιθετικές. Τόσο προσεκτικό, που σε καμία περίπτωση δεν έχει προβεί σε κινήσεις χωρίς παρασκηνιακές τουλάχιστον συνεννοήσεις με τους κύριους παράγοντες του ΝΑΤΟ, αλλά και άλλες μεγάλες περιφερειακές δυνάμεις. Τα υπόλοιπα είναι ένα πολιτικό θέατρο που αφορά στην χειραγώγηση των πολιτικών και πολιτικών εντός των επιμέρους χωρών που εμπλέκονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στις λεγόμενες περιφερειακές κρίσεις.
Έχοντας αυτά στο μυαλό, αντιλαμβάνεσαι αναγνώστη μου, ότι η «μεταμόρφωση» του σκληρού Ερντογάν σε ήπιο ηγέτη, σημαίνει πως αναπτύσσονται πλέον σοβαρές απειλές εκ των έσω διάβρωσης συμμαχιών και κυρίως του ΝΑΤΟ, που προκαλούν μία γενικευμένη ανασφάλεια στην ηγετική ελίτ της παγκοσμιοποίησης, που περιθωριοποιεί εκ των πραγμάτων μικροπολιτικές τακτικές. Ακόμα και το Brexit φαίνεται να δηλητηριάζει σε επικίνδυνο βαθμό τη Δυτική Συμμαχία και να ανησυχεί σφοδρά τον Πούτιν, τον Ερντογάν και πολλούς ακόμη, μεταξύ των οποίων την κινεζική ηγεσία, όχι για τις οικονομικές συνέπειες που προβάλλονται τρομοκρατικώς, αλλά για την πιθανότητα αυτό να προκαλέσει σοβαρή αναθεώρηση στο παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας. Και ο «παίκτης» που όλοι έχουν στο μυαλό τους ως αποσταθεροποιητικό παράγοντα, αλλά κανείς δεν τολμά να αρθρώσει το όνομά του, είναι για άλλη μια φορά η Γερμανία.
Σαν ευκαιρία φαίνεται να αντιμετωπίζει η γερμανική κυβέρνηση το Brexit για την δημιουργία ενός νέου ευρωπαϊκού συστήματος ασφαλείας στο πλαίσιο κατ’ αρχήν του ΝΑΤΟ, το οποίο (ως στενότερη αμυντική συνεργασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με πυρήνα την ουσιαστική ενοποίηση του γερμανικού και γαλλικού στρατού), ωστόσο, θα στερήσει από τις ΗΠΑ τα προνόμια της υπερδύναμης παντού στον κόσμο, μεταβάλλοντας de facto τον γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό προσανατολισμό και τις αντίστοιχες σχέσεις όλων των μεγάλων περιφερειακών δυνάμεων και θέτοντας κυρίως για την Ρωσία και την Τουρκία, νέα διλήμματα και νέους ορίζοντες σε διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο. Ως προς αυτό η υπουργός Άμυνας της Γερμανίας και στο πλαίσιο της πρότασής της για την δημιουργία ενός ευρωπαϊκού «πολιτικοστρατιωτικού αρχηγείου» από όπου θα σχεδιάζονται ευρωπαϊκές αποστολές, δήλωσε πως η Γερμανία και η Γαλλία πρέπει να ηγηθούν των συζητήσεων με άλλες χώρες και να αξιολογήσουν τις διαθέσεις τους αναφορικά με κοινά σχέδια και τον μακροπρόθεσμο στόχο προς μια αμυντική ένωση. «Σας δηλώνω εκ πείρας πως στο παρελθόν η Βρετανία είχε αποσαφηνίσει πως δεν θα έκανε αυτά τα πράγματα», δήλωσε ανακουφισμένη από το Brexit σε συνέντευξη Τύπου, η φον ντερ Λάιεν! Και αυτό, ενώ στη Σύνοδο της Βαρσοβίας το Brexit οδήγησε σε μάλλον πανικόβλητες δηλώσεις περί της στρατηγικής αναγκαιότητας εμβάθυνσης της συνεργασίας ΝΑΤΟ – ΕΕ!
Πώς μέσα σε αυτό το κλίμα να μην μεταμορφωθεί σε περιστέρι της ειρήνης και μετριοπαθή αρχάγγελο της συνεργασίας με όλους τους συμμάχους, αλλά και τον «φίλο-σύμμαχο» Πούτιν και την «συμμαχική» κυβέρνηση του Ισραήλ, ο κ. Ερντογάν; Δύσκολες εποχές για μικροπολιτική, όταν η Γερμανία ανατέλλει πλέον ως αναμφισβήτητος μακροπολιτικός παράγοντας στον κόσμο! Δύσκολες, αναγνώστη μου, κυρίως για τις ΗΠΑ, την Ρωσία και για περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη περιφερειακή δύναμη, την Τουρκία! Αυτό θα έπρεπε αντί να χαλαρώνει, να ανησυχεί την ελληνική κυβέρνηση. Αυτό το κλίμα στην διεθνή πολιτική σκηνή ενισχύει την πιθανότητα εσπευσμένης επίλυσης της διένεξης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στο Αιγαίο, ενώ κάνει επιτακτική την ανάγκη άμεσης επίλυσης του κυπριακού προβλήματος. Για να πραγματοποιηθεί η συμφωνία της Βαρσοβίας, έτσι ώστε να καθυστερήσει τουλάχιστον η ανάπτυξη της γερμανικής αμυντικής πρωτοβουλίας στην ΕΕ, θα πρέπει να κλείσουν με fast track διαδικασίες το Κυπριακό και η χρόνια προστριβή ελλήνων-τούρκων στο Αιγαίο.
Έτσι, και κάπως απλοϊκά, θα έλεγα πως το Brexit ενεργοποιεί τα παγκόσμια αντανακλαστικά ασφαλείας για την Ευρώπη και την Ευρασία και διαμορφώνει διαλογικώς ως επιτακτική ανάγκη για την εμβάθυνση της συνεργασίας του ΝΑΤΟ με την ΕΕ, την άμεση επίλυση του Κυπριακού παράλληλα με την άμεση επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Ενώπιον αυτής της πραγματικότητας βρίσκεται αυτή την στιγμή η κυβέρνηση Τσίπρα και αυτήν την πραγματικότητα που αφορά στην αναθεώρηση του καθεστώτος στο Αιγαίο, δεν μπορεί να μην αναγνωρίζουμε οι έλληνες, ή να αποκρύβουμε όσοι από εμάς έχουμε επιστημονική γνώση, ή/και επαγγελματική εμπειρία σε θέματα πολιτικής, κρίσης και ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή της Ευρώπης και της Ευρασίας. Προσωπικά πιστεύω πως «καλός πολίτης» μπορεί να είναι αποκλειστικά ο πολίτης που αντιμετωπίζει ψυχρά μεν, αλλά ταυτόχρονα με συναισθηματική ευφυΐα την πραγματικότητα, αντί να συνθέτει το γνωστικό του μοντέλο με μυθοπλασίες, εθνικιστικές δοξασίες και άλλες ανοησίες, που δυστυχώς βλέπω να κατακυριεύουν σήμερα περισσότερο από χθες, μεγάλο κομμάτι του ελληνικού Τύπου και των νέων ΜΜΕ.
Μόνον στο βαθμό που αντιμετωπίζουμε με ώριμο εθνικό –υποκειμενικό τρόπο παγκόσμιες αντικειμενικότητες, μπορούμε να αναπτύξουμε με ένα διυποκειμενικό τρόπο στρατηγικές και επιμέρους τακτικές, για να εκμεταλλευτούμε υπέρ της ελληνικής κοινωνίας τα νέα δεδομένα στην παγκόσμια σκακιέρα. Η έντονη πλέον τάση αναθεώρησης των Συνθηκών και Πρακτικών που ορίζουν το καθεστώς στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, αποτελεί αντικειμενικότητα και προκαλεί για άμεση δράση από όλους εκείνους τους παράγοντες που συνθέτουν τις έννοιες της λαϊκής κυριαρχίας και του εθνικού συμφέροντος. Το πρότυπο παράδοσης του ελέγχου της εθνικής οικονομίας στην τρόικα από το πολιτικό σύστημα της χώρας μας θα ήταν έγκλημα να αποτελέσει καί το πρότυπο κατά την επικείμενη διαπραγμάτευση του καθεστώτος στο Αιγαίο.
Άρθρο του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου
Δεν υπήρχε πιο συνεννοήσιμος, ευπροσήγορος και συναινετικός ηγέτης από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Βαρσοβία, την ίδια στιγμή που αναθερμαίνονται έντονα οι ψυχραμένες έως πολεμικής αντιπαλότητας σχέσεις Πούτιν και Ερντογάν, με τους δυο τους να περνούν από τις εκατέρωθεν απειλές σε νέα φάση ανανεωμένης φιλίας, εκφράζοντας την «ανάγκη για συνεργασία ενόψει των πολιτικών, οικονομικών και ανθρωπιστικών κρίσεων στην περιοχή».
Τι τρέχει εδώ, τι έπαθε ο Ερντογάν και από σκληρός του ΝΑΤΟ, δύστροπος με την διοίκηση των ΗΠΑ, άτεγκτος προς την ρωσική και ισραηλινή ηγεσία, «εκβιαστικός» προς την γερμανική κυβέρνηση και την ΕΕ, μεταμορφώθηκε σε καλό, πολύτιμο και έντιμο συνεργάτη όλων, εμφανίζοντας μετά από χρόνια ένα ανανεωμένο κοσμοπολιτικό προφίλ, με τεράστια αποθέματα κατανόησης του Άλλου – του όποιου Άλλου συμμάχου ή/και ανταγωνιστή του στην ευρύτερη γεωπολιτική περιοχή, όπου αρθρώνεται το εθνικό, τουρκικό συμφέρον; Τι έπαθαν όλοι οι Άλλοι και κυρίως ο πολύ θυμωμένος και απειλητικός μαζί του, «προδομένος» Πούτιν και γλύκαναν μαζί του ξαφνικά, έως παρεξηγήσεως από εκείνους που δεν καταλαβαίνουν την σύγχρονη διάσταση της διεθνούς πολιτικής, ή που δεν θέλουν να την καταλάβουν, καθώς έτσι θα έχαναν την οποιαδήποτε ικανότητα να εμπορεύονται το «σοκ και δέος» και την πολεμική απειλή ή λύτρωση – στο πλαίσιο της εμπορίας όπλων – έτσι ώστε να επιβεβαιωθούν οι προφήτες της καταστροφής, της αποκάλυψης ή/και της αποκατάστασης μιας κάποιας θεϊκού χαρακτήρα αρμονίας, όπου τα πρόβατα θα χωριστούν επιτέλους από τα ερίφια;
Μάλλον όλοι κατάλαβαν πως οι μικροπολιτικές τακτικές από όλες τις πλευρές και οι παραστάσεις ισχύος του ενός εναντίον του άλλου, ακόμη και μεταξύ συμμάχων, καταλήγουν να υπονομεύουν στα σοβαρά το οικοδόμημα ασφαλείας που κτίστηκε μετά (και κατά) τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο για να αναθεωρηθεί, μάλλον προσεκτικά μετά την κατάρρευση του διπολισμού στην Ευρώπη. Το μάθημα του πώς καταλήξαμε στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο διακόπτοντας βίαια την πρώτη απόπειρα παγκοσμιοποίησης, δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθεί από κανέναν και για κανέναν απολύτως λόγο. Άλλωστε είναι πλέον ξεκάθαρο πως οι ίδιες οι στρατιωτικές ηγεσίες των ισχυρών στρατιωτικώς χωρών έχουν μεταβάλει σημαντικά κουλτούρα, επενδύοντας περισσότερο σε ήπιες μορφές προώθησης των εθνικών συμφερόντων, ή ακόμη σε επικοινωνιακές τακτικές με επίδειξη ισχύος και όχι στην εφαρμογή της στρατιωτικής ισχύος στην πράξη και αυθαίρετα.
Είναι σαφές πλέον σε όλους ότι η αλληλεξάρτηση των σημερινών μεγάλων δυνάμεων είναι μεγαλύτερη από ποτέ και ότι η πολεμική κινητοποίηση στο πλαίσιο αντιπαράθεσης περιφερειακών δυνάμεων δεν είναι δυνατόν παρά να επιφέρει μία παγκόσμια σύρραξη, που εκτός από την σύγχρονη παγκοσμιοποίηση είναι πιθανόν να διαλύσει συμφέροντα και συμμαχίες που κτίστηκαν με αίμα και μοναδική στα ιστορικά χρονικά επένδυση κεφαλαίου. Στην πραγματικότητα και σύμφωνα με την Θεωρία των Παιγνίων, τα κλασικά - μοντέρνα αμυντικά δόγματα και οι στρατηγικές αποτροπής αποτελούν ιστορία, ενώ η σύγχρονη πραγματικότητα της προχωρημένης πλέον παγκοσμιοποίησης περιορίζει στο ελάχιστο την πιθανότητα εσωτερικής έκρηξης ενός ισχυρού στρατιωτικά καθεστώτος, που θα προκαλούσε αντανακλαστικές κινήσεις επέκτασης με σημαντική κατάληψη εδαφών και αναπόφευκτη πολεμική σύγκρουση με άλλες επίσης ισχυρές στρατιωτικώς δυνάμεις. Όσο η παγκοσμιοποίηση εμβαθύνεται και διευρύνεται, τόσο αυξάνει η πιθανότητα μία σύγκρουση μεταξύ ισχυρών στρατιωτικώς δυνάμεων να καταλήξει στην απόλυτη καταστροφή χωρίς νικητή και με όλους ηττημένους. Και αυτό καμία πολιτική ηγεσία σε καμία μεγάλη χώρα δεν θα μπορούσε να το διανοηθεί.
Τώρα είναι πλέον ο παγκοσμιοποιημένος χαρακτήρας των ιδιαίτερων αστικών τάξεων που διαμορφώνει ένα νέο παγκόσμιο ηγεμονικό μοντέλο, το οποίο δεν αποκλείει τον πόλεμο και μάλιστα σε παγκόσμιο επίπεδο, απλώς αποκλείει η επίλυση των κρίσεων να γίνεται με πολεμικά μέσα. Τώρα είναι οικονομικές, αλλά και στρατιωτικές πρωτοβουλίες που προκαλούν τοπικές ή διεθνείς κρίσεις, μόνον που γίνεται συνειδητή προσπάθεια οι κρίσεις αυτές να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο θεσπισμένων συμμαχιών ή συγκυριακών συμμαχιών και όχι με κινήσεις που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως απειλή για γενικευμένη σύρραξη. Ακόμη και το καθεστώς Πούτιν στην Ρωσία, το οποίο πολλοί στην Δύση εμφανίζουν ιδιαίτερα «παράτολμο» και αριβιστικό, σχολιάζοντας κυρίως την επέμβασή του στην ουκρανική κρίση, στην πραγματικότητα είναι ιδιαίτερα προσεκτικό και συντηρητικό, θα έλεγε κανείς, σε κινήσεις που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως επιθετικές. Τόσο προσεκτικό, που σε καμία περίπτωση δεν έχει προβεί σε κινήσεις χωρίς παρασκηνιακές τουλάχιστον συνεννοήσεις με τους κύριους παράγοντες του ΝΑΤΟ, αλλά και άλλες μεγάλες περιφερειακές δυνάμεις. Τα υπόλοιπα είναι ένα πολιτικό θέατρο που αφορά στην χειραγώγηση των πολιτικών και πολιτικών εντός των επιμέρους χωρών που εμπλέκονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στις λεγόμενες περιφερειακές κρίσεις.
Έχοντας αυτά στο μυαλό, αντιλαμβάνεσαι αναγνώστη μου, ότι η «μεταμόρφωση» του σκληρού Ερντογάν σε ήπιο ηγέτη, σημαίνει πως αναπτύσσονται πλέον σοβαρές απειλές εκ των έσω διάβρωσης συμμαχιών και κυρίως του ΝΑΤΟ, που προκαλούν μία γενικευμένη ανασφάλεια στην ηγετική ελίτ της παγκοσμιοποίησης, που περιθωριοποιεί εκ των πραγμάτων μικροπολιτικές τακτικές. Ακόμα και το Brexit φαίνεται να δηλητηριάζει σε επικίνδυνο βαθμό τη Δυτική Συμμαχία και να ανησυχεί σφοδρά τον Πούτιν, τον Ερντογάν και πολλούς ακόμη, μεταξύ των οποίων την κινεζική ηγεσία, όχι για τις οικονομικές συνέπειες που προβάλλονται τρομοκρατικώς, αλλά για την πιθανότητα αυτό να προκαλέσει σοβαρή αναθεώρηση στο παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας. Και ο «παίκτης» που όλοι έχουν στο μυαλό τους ως αποσταθεροποιητικό παράγοντα, αλλά κανείς δεν τολμά να αρθρώσει το όνομά του, είναι για άλλη μια φορά η Γερμανία.
Σαν ευκαιρία φαίνεται να αντιμετωπίζει η γερμανική κυβέρνηση το Brexit για την δημιουργία ενός νέου ευρωπαϊκού συστήματος ασφαλείας στο πλαίσιο κατ’ αρχήν του ΝΑΤΟ, το οποίο (ως στενότερη αμυντική συνεργασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με πυρήνα την ουσιαστική ενοποίηση του γερμανικού και γαλλικού στρατού), ωστόσο, θα στερήσει από τις ΗΠΑ τα προνόμια της υπερδύναμης παντού στον κόσμο, μεταβάλλοντας de facto τον γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό προσανατολισμό και τις αντίστοιχες σχέσεις όλων των μεγάλων περιφερειακών δυνάμεων και θέτοντας κυρίως για την Ρωσία και την Τουρκία, νέα διλήμματα και νέους ορίζοντες σε διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο. Ως προς αυτό η υπουργός Άμυνας της Γερμανίας και στο πλαίσιο της πρότασής της για την δημιουργία ενός ευρωπαϊκού «πολιτικοστρατιωτικού αρχηγείου» από όπου θα σχεδιάζονται ευρωπαϊκές αποστολές, δήλωσε πως η Γερμανία και η Γαλλία πρέπει να ηγηθούν των συζητήσεων με άλλες χώρες και να αξιολογήσουν τις διαθέσεις τους αναφορικά με κοινά σχέδια και τον μακροπρόθεσμο στόχο προς μια αμυντική ένωση. «Σας δηλώνω εκ πείρας πως στο παρελθόν η Βρετανία είχε αποσαφηνίσει πως δεν θα έκανε αυτά τα πράγματα», δήλωσε ανακουφισμένη από το Brexit σε συνέντευξη Τύπου, η φον ντερ Λάιεν! Και αυτό, ενώ στη Σύνοδο της Βαρσοβίας το Brexit οδήγησε σε μάλλον πανικόβλητες δηλώσεις περί της στρατηγικής αναγκαιότητας εμβάθυνσης της συνεργασίας ΝΑΤΟ – ΕΕ!
Πώς μέσα σε αυτό το κλίμα να μην μεταμορφωθεί σε περιστέρι της ειρήνης και μετριοπαθή αρχάγγελο της συνεργασίας με όλους τους συμμάχους, αλλά και τον «φίλο-σύμμαχο» Πούτιν και την «συμμαχική» κυβέρνηση του Ισραήλ, ο κ. Ερντογάν; Δύσκολες εποχές για μικροπολιτική, όταν η Γερμανία ανατέλλει πλέον ως αναμφισβήτητος μακροπολιτικός παράγοντας στον κόσμο! Δύσκολες, αναγνώστη μου, κυρίως για τις ΗΠΑ, την Ρωσία και για περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη περιφερειακή δύναμη, την Τουρκία! Αυτό θα έπρεπε αντί να χαλαρώνει, να ανησυχεί την ελληνική κυβέρνηση. Αυτό το κλίμα στην διεθνή πολιτική σκηνή ενισχύει την πιθανότητα εσπευσμένης επίλυσης της διένεξης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στο Αιγαίο, ενώ κάνει επιτακτική την ανάγκη άμεσης επίλυσης του κυπριακού προβλήματος. Για να πραγματοποιηθεί η συμφωνία της Βαρσοβίας, έτσι ώστε να καθυστερήσει τουλάχιστον η ανάπτυξη της γερμανικής αμυντικής πρωτοβουλίας στην ΕΕ, θα πρέπει να κλείσουν με fast track διαδικασίες το Κυπριακό και η χρόνια προστριβή ελλήνων-τούρκων στο Αιγαίο.
Έτσι, και κάπως απλοϊκά, θα έλεγα πως το Brexit ενεργοποιεί τα παγκόσμια αντανακλαστικά ασφαλείας για την Ευρώπη και την Ευρασία και διαμορφώνει διαλογικώς ως επιτακτική ανάγκη για την εμβάθυνση της συνεργασίας του ΝΑΤΟ με την ΕΕ, την άμεση επίλυση του Κυπριακού παράλληλα με την άμεση επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Ενώπιον αυτής της πραγματικότητας βρίσκεται αυτή την στιγμή η κυβέρνηση Τσίπρα και αυτήν την πραγματικότητα που αφορά στην αναθεώρηση του καθεστώτος στο Αιγαίο, δεν μπορεί να μην αναγνωρίζουμε οι έλληνες, ή να αποκρύβουμε όσοι από εμάς έχουμε επιστημονική γνώση, ή/και επαγγελματική εμπειρία σε θέματα πολιτικής, κρίσης και ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή της Ευρώπης και της Ευρασίας. Προσωπικά πιστεύω πως «καλός πολίτης» μπορεί να είναι αποκλειστικά ο πολίτης που αντιμετωπίζει ψυχρά μεν, αλλά ταυτόχρονα με συναισθηματική ευφυΐα την πραγματικότητα, αντί να συνθέτει το γνωστικό του μοντέλο με μυθοπλασίες, εθνικιστικές δοξασίες και άλλες ανοησίες, που δυστυχώς βλέπω να κατακυριεύουν σήμερα περισσότερο από χθες, μεγάλο κομμάτι του ελληνικού Τύπου και των νέων ΜΜΕ.
Μόνον στο βαθμό που αντιμετωπίζουμε με ώριμο εθνικό –υποκειμενικό τρόπο παγκόσμιες αντικειμενικότητες, μπορούμε να αναπτύξουμε με ένα διυποκειμενικό τρόπο στρατηγικές και επιμέρους τακτικές, για να εκμεταλλευτούμε υπέρ της ελληνικής κοινωνίας τα νέα δεδομένα στην παγκόσμια σκακιέρα. Η έντονη πλέον τάση αναθεώρησης των Συνθηκών και Πρακτικών που ορίζουν το καθεστώς στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, αποτελεί αντικειμενικότητα και προκαλεί για άμεση δράση από όλους εκείνους τους παράγοντες που συνθέτουν τις έννοιες της λαϊκής κυριαρχίας και του εθνικού συμφέροντος. Το πρότυπο παράδοσης του ελέγχου της εθνικής οικονομίας στην τρόικα από το πολιτικό σύστημα της χώρας μας θα ήταν έγκλημα να αποτελέσει καί το πρότυπο κατά την επικείμενη διαπραγμάτευση του καθεστώτος στο Αιγαίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το