Μια φορά σε έναν καιρό κάπου στις κοσμικές γειτονιές της πόλης, μία δεξίωση γνωστού δημοσίου προσώπου αποτελούσε το γεγονός των ημερών. Δεκάδες καλεσμένοι θα κατέκλειναν την έπαυλη στην οποία ήταν καλεσμένοι και όπου η είσοδος επιτρεπόταν μονάχα σε όσους είχαν πρόσκληση ή διαπίστευση σε όσους είχαν επαγγελματικές υποχρεώσεις στον χώρο.
Πράγματι, όλα ήταν σε απόλυτη τελειότητα. Οι κυρίες φορούσαν τα εντυπωσιακά φορέματα, οι άντρες τα πιο ακριβά κουστούμια, η απαλή μουσική ερχόταν από την ζωντανή ορχήστρα και τα πιάτα και ποτά του μπουφέ ήταν αρίστης ποιότητας ώστε να ικανοποιήσουν τους εκλεκτούς καλεσμένους.
Ανάμεσα τους, ένας νεαρός που από τις κινήσεις του καταλαβαίνεις πως είναι λίγο άγαρμπος και το κουστούμι του δεν είναι εφάμιλλο των υπολοίπων καλεσμένων σε γούστο και ποιότητα. Ο νεαρός φορούσε στον λαιμό μία διακριτική διαπίστευση δημοσιογράφου και το ίδιο διακριτικά προσπαθούσε να πλησιάσει τους πιο καταδεκτικούς και να ανταλλάξει μαζί τους μερικές φιλικές κουβέντες. Με τους άντρες προσπαθούσε να μιλήσει για αθλητικά θέματα, αποφεύγοντας πολιτικές συζητήσεις, ενώ μπροστά στις γυναίκες μιλούσε για καινούρια εστιατόρια ή κάτι παρόμοιο.
Ο σκοπός του ήταν να έχει κερδίσει την εύνοια των συνομιλητών του μέχρι το δεύτερό τους ποτό. Μετά ξεκινούσε κάτι τελείως διαφορετικό για εκείνον. Έτσι σε ένα από τα μεγάλα πηγαδάκια με μέτρια θεματολογία, βρήκε την πρώτη ευκαιρία:
- “Θα συμφωνήσετε πως η αύξηση της ανεργίας και τα νέα μέτρα έχουν δημιουργήσει συνθήκες ανασφάλειας με τα φαινόμενα έξαρσης της βίας και της εγκληματικότητας να μας αναγκάζουμε να κοιμόμαστε με τις πόρτες κλειδωμένες” μονολόγησε κυρίως μπροστά σε κυρίες.
- “Είναι τραγικό! Βρίσκεται τόσο μακριά από εμάς κι όμως στην ίδια μας την πόλη” απάντησε μία φαινομενικά τρομοκρατημένη κυρία.
- “Σε μία φίλη της ανιψιάς μου έσπασαν το αυτοκίνητο κλέβοντας την καινούρια της louis vuitton” συνέχισε μία άλλη.
- “Σε κάθε περίπτωση κυρίες μου, οι κίνδυνοι μεγαλώνουν και οφείλουμε να ενισχύσουμε την ασφάλεια. Η αστυνομία και άλλες τοπικές μονάδες ασφαλείας χρειάζονται επιδοτήσεις για να έχουν περισσότερα άτομα στους δρόμους, εκεί που νοιώθουμε απροστάτευτοι”. Ο διάλογος συνεχίστηκε για πολύ λίγο ακόμα, όταν μία από τις κυρίες αποφάσισε:
- “Νομίζω πως από την πλευρά μου μπορώ να διαθέσω εκατό χιλιάδες ευρώ για να αισθάνομαι ασφαλής τα βράδια”.
Σε λίγο βρισκόταν σε άλλο τραπέζι μιλώντας και πάλι περισσότερο με κυρίες:
- “Ξέρετε… είναι τραγικό να φέρνεις στην ζωή παιδιά και να τα αφήνεις στον δρόμο ή σε κάποιο ορφανοτροφείο επειδή δεν μπορείς να τους δώσεις ούτε καν το γάλα που έχουν ανάγκη. Ύστερα, στο ορφανοτροφείο, τα παιδιά αυτά έχουν ένα πιάτο φαΐ και στέγη, όμως είναι παιδιά. Θέλουν ένα παιχνίδι, ένα βιβλίο, πρόσβαση στο διαδίκτυο. Δεδομένα και αυτονόητα πράγματα για όλους εμάς που αν για κάποιο λόγο τα στερούσαμε από τα δικά μας παιδιά, θα μας κακοχαρακτηρίσουν”.
- “Ο κύριος έχει δίκιο. Νομίζω πως αν βάλει η κάθε μια μας από δέκα χιλιάδες ευρώ για τα ορφανοτροφεία και τα ιδρύματα που φιλοξενούν παιδάκια, δε θα αποτελούσε ιδιαίτερη θυσία. Τι λέτε”;
Τη συζήτηση διέκοψε ένας άντρας της υπηρεσίας ασφαλείας της δεξίωσης. “Ο κύριος Γιάννης Μπλέσης; Παρακαλώ ακολουθήστε με για μία διευκρίνηση”. Ο νεαρός ακολούθησε τον ασφαλίτη κι όταν βρέθηκαν οι δυο τους εκείνος του είπε: “η διαπίστευση σας είναι πλαστή. Ας μην δημιουργήσουμε θέμα και εντυπώσεις. Απλά αποχωρήστε”. Ο Γιάννης έφυγε, όμως είχε πετύχει ότι ήθελε.
Η αλήθεια είναι ότι ο Μπλέσης είχε τον τρόπο να βρίσκεται σε κάθε συνάθροιση πλουσίων της περιοχής. Το εντυπωσιακό όμως ήταν πως τα κατάφερνε σχεδόν πάντα χωρίς να ενοχλήσει. Αντίθετα ήταν πάντοτε ευχάριστος στην παρέα και με ενδιαφέρουσες απόψεις πάνω σχεδόν σε όλα τα ζητήματα!
Κατά την έξοδο του από ένα γνωστό μπαρ της πόλης που ‘τυχαία’ βρέθηκε με κάποιους επιχειρηματίες, είχε μία απρόσμενη έκπληξη. “Ξέρω το μυστικό σου” του ψιθύρισε μία γοητευτική συνομήλικη γυναίκα που μάλλον τον περίμενε απ’ έξω. “Δεν ξέρω ποιος είσαι, ξέρω όμως πως με κάποιο τρόπο καταφέρνεις να κάνεις τους πλούσιους να βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για κοινωφελείς σκοπούς. Αυτό που δεν ξέρω, είναι σε τι ωφελείσαι εσύ από αυτό” συνέχισε η κοπέλα.
- “Δε θέλεις να μάθεις για μένα. Είμαι αλήθεια ένας βαρετός τύπος! Δεν έχω κάτι που να μπορεί να θεωρηθεί ενδιαφέρον και για να είμαι ρεαλιστής δεν έχω την οικονομική ή χρονική άνεση για να έχω μία κοπέλα” απάντησε αμήχανα αλλά απόλυτα.
- “Θα εκπλαγείς” του απάντησε η κοπέλα και χάθηκε. Μόνο στο σπίτι του ο Γιάννης κατάλαβε πως στην τσέπη του σακακιού του είχε ένα χαρτάκι με το όνομα Ελίνα και έναν αριθμό τηλεφώνου. Χαμογέλασε αλλά δεν ήταν σίγουρος αν θα το χρησιμοποιούσε.
Τελικά το έκανε. Ο Γιάννης και η Ελίνα βγήκαν αρκετές φορές γα φαγητό, πήγαν στον κινηματογράφο, για ποτό και οι δύο έδειχναν να περνούν καλά. Το καλά μεταφέρθηκε στο κρεβάτι του ενός και του άλλου. Εκεί, κάποια βράδια οι δυο τους μιλούσαν για το παρελθόν, αλλά και για το μέλλον τους.
- “Μ’ αρέσει πολύ το σχέδιο. Είχα κάνει κάτι σπουδές παλαιότερα, όμως δεν κατάφερα να συνεχίσω λόγω οικονομικών. Έκανα διάφορες δουλειές, αλλά μια μέρα πιστεύω πως θα σχεδιάζω όμορφα ρούχα” μονολογούσε εκείνη για ώρα. “Πες μου για σένα”.
- “Εγώ έχασα τους γονείς μου σε πολύ μικρή ηλικία. Νομίζω πως θυμάμαι το χαμόγελο της μητέρας μου, αλλά πολλές φορές δεν ξέρω αν είναι στη φαντασία μου. Επειδή δεν είχα άλλους συγγενείς κατέληξα σε ένα δημοτικό ορφανοτροφείο, όπου η τηλεόραση είχε χαλάσει και τα μπλοκ ζωγραφικής ήταν ήδη γεμάτα από τα προηγούμενα παιδιά. Οι παιδαγωγοί δεν ήταν κακοί, όμως η αθλιότητα του τόπου τους ανάγκαζε να μην είναι και καλοί. Στα δεκαοχτώ σου πρέπει να φύγεις και τα εφόδια είναι μηδαμινά για τον έξω κόσμο. Ουσιαστικά οι περισσότεροι καταλήγουν ναρκομανείς ή σερβιτόροι”.
- “Εσύ όμως; Εσύ δεν έγινες κάτι από αυτά” διαπίστωσε με θαυμασμό η Ελίνα.
- “Όχι. Μην γελάσεις, όμως μεγαλώνοντας μου άρεσε να διαβάζω. Διάβαζα για ανθρώπους που θυσιάστηκαν για την πατρίδα τους, στο βιβλίο της ιστορίας, διάβασα για ανθρώπους που θυσίασαν την ζωή τους για την κοπέλα τους από κάποιες μέτριες ερωτικές νουβέλες που είχαν πέσει στα χέρια μου, διάβασα για ήρωες που σώνουν με τις δυνάμεις τους ολόκληρες πόλεις. Ονειρεύτηκα να γίνω ένας σαν αυτούς, όμως δεν ανήκω σε αυτά τα ιστορικά πρόσωπα, δεν έχω το θάρρος να τα βάλω με τους κακούς και δεν είμαι πλούσιους ή με υπερδυνάμεις για να παλέψω την εγκληματικότητα. Έχω όμως κάτι που ελάχιστοι διαθέτουν: Τίποτα! Η ζωή μου έμαθε πως αυτοί που δεν έχουν να χάσουν τίποτα, δεν φοβούνται και τίποτα. Έτσι, ότι μπορώ να προσφέρω με την πειθώ μου και την ευχάριστη παρέα μου σε ομάδες ανθρώπων που έχουν ανάγκη, το κάνω χωρίς να κοιτάω το κόστος”.
- “Το ξέρεις ότι χάνεσαι; Οι πρώτοι που ανέφερες, γράφτηκαν στο βιβλίο της ιστορίας και οι άλλοι είναι διάσημοι ήρωες που διαβάζουν τα παιδιά εδώ και δεκαετίες. Εσύ; Ποιος θα μιλήσει για έναν αληθινό ήρωα; Ποιος θα τον δοξάσει όπως του πρέπει”; ρώτησε η Ελίνα φιλώντας τον. Εκείνος σπρώχνοντας την απαλά αλλά πολύ σοβαρά, απάντησε:
- “Κανείς! Αυτό είναι το μυστικό μου. Όσο δεν είμαι γνωστό άτομο, μπορώ να αγγίζω τις ψυχές τους. Ένας μυστηριώδης τύπος που δείχνει ένας από εκείνους και μπορεί ακόμα να τους επηρεάζει. Αυτό δεν πρέπει να χαλάσει με τίποτα” ξεκαθάρισε με αυστηρότητα.
Το επόμενο διάστημα ο Γιάννης συνέχιζε να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα και ο νέος έρωτας με την Ελίνα αποδείκνυε πως βρισκόταν στην καλύτερη φάση της ζωής του, ένα πρωινό όμως δεν ήταν ακριβώς ότι περίμενε. Κατεβαίνοντας από το σπίτι του, έφτασε στο κοντινό του περίπτερο για να χαζέψει τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων όπως συνήθιζε, ώσπου αντίκρισε σε ένα από αυτά είδε τον εαυτό του με μία τεράστια λεζάντα να αναγράφει: “Ο ΗΡΩΑΣ ΤΟΝ ΦΤΩΧΩΝ” και λίγο πιο κάτω σε υπότιτλο: “αυτός είναι ο άνθρωπος που αποσπά τεράστια ποσά από τους πλούσιους για κοινωφελείς σκοπούς. Ποιο το κέρδος του”. Κρύος ιδρώτας έλουσε τον Γιάννη που αγόρασε μία φυλλάδα και έτρεξε πίσω στο σπίτι του για να διαβάσει το άρθρο. Στην αρχή έψαξε για τον δημοσιογράφο, όμως δεν βρήκε κανένα όνομα. Έψαξε στην δημοσιογραφική ομάδα της εφημερίδας μα και πάλι δεν διάβασε κάποιο γνωστό όνομα. Ύστερα διάβασε το κείμενο. Τρίζοντας τα δόντια του και σφίγγοντας την γροθιά του απ’ τα νεύρα διάβαζε λεπτομέρειες για την ζωή του, όπως τον θάνατο των γονιών του, τη ζωή στο ορφανοτροφείο, γενικότερα για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν αυτοί οι χώροι σήμερα, με συνεντεύξεις από τους τότε εργαζόμενους σε αυτό και άλλες λεπτομέρειες για την δράση του με τους πλουσίους.
Ο Γιάννης είχε θολώσει. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Τηλεφώνησε στην Ελίνα για παρηγοριά.
- “Μην πανικοβάλλεσαι. Έγινε και δεν μπορείς να το αλλάξεις. Ίσως η ιστορία αυτή συγκινήσει πολλούς να συμβάλλουν ακόμα περισσότερο στις προσπάθειες σου. Ίσως τελικά σου βγει σε καλό” τον παρηγόρησε εκείνη.
Το θέμα όμως είχε πάρει μεγάλη έκταση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στους κύκλους των πλουσίων. Κάποιοι μιλούσαν για απατεώνα και άλλοι για ήρωα! Πολλοί δημοσιογράφοι προσπάθησαν να τον προσεγγίσουν όμως δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Για όλο εκείνο το διάστημα ο Γιάννης δεν είχε προσεγγίσει ξανά κάποιον για χρηματοδότηση ελπίζοντας πως σύντομα το θέμα θα ξεχαστεί, όμως στο μεταξύ ένα αφιέρωμα τηλεοπτικού σταθμού άλλαξε κάπως τα δεδομένα, αφού ανέλυσε τις φορολογικές εκπτώσεις που είχαν οι πλούσιοι στην εφορία από τις δωρεές τους. Τα ποσά που βγήκαν στην επιφάνεια θορύβησαν το Υπουργείο Οικονομικών που διεξήγαγε έρευνα κατά την οποία ο Γιάννης έπρεπε να καταθέσει στην ομάδα έρευνας του κράτους. Εξερχόμενος ο Γιάννης από το κτίριο που κατέθετε νωρίτερα, είδε πλήθος δημοσιογράφων να τον βομβαρδίζουν με ερωτήσεις. Ήταν η πρώτη φορά που ο Γιάννης έκανε δηλώσεις: “Όλοι γνωρίζουν πως δεν κέρδισα ποτέ τίποτα. Βοήθησα αδύναμους συνανθρώπους μας και έδωσα την ευκαιρία σε πλούσιους να μοιραστούν τα λεφτά τους. Το μόνο που ζητάω είναι να μάθω τον δημοσιογράφο του δημοσιεύματος”.
Η εφημερίδα είχε το δικαίωμα να αρνηθεί την δημοσίευση του ονόματος του δημοσιογράφου, όμως κάποιος είχε ανοίξει το στόμα του άτυπα κι έτσι τις επόμενες ημέρες ένα νέο δημοσίευμα άλλαξε για πάντα τη ζωή του Γιάννη. Ο τίτλος έγραφε: “Η ΙΝΑ ΚΑΪΛΗ ΕΙΝΑΙ Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΜΑΧΟΥ ΑΡΘΡΟΥ – ΠΟΙΑ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΜΠΛΕΣΗ”; Ο Γιάννης είδε δίπλα στο όνομα, την φωτογραφία της Ελίνας. Απογοητεύτηκε. Τόσο καιρό μαζί και δεν ήξερε καν το αληθινό της όνομα! Εκείνη τον πρόδωσε. Πόσο ανόητος αισθανόταν που δεν το είχε καταλάβει από την πρώτη στιγμή!
Ο Γιάννης δεν ξαναμίλησε στην Ελίνα ή… Ίνα όσο κι αν αυτή προσπάθησε να τον συναντήσει, όμως το πρόβλημα του δεν ήταν αυτό. Άγνωστα τηλεφωνήματα άρχισαν να τον απειλούν: “Τώρα ξέρουμε ποιος είσαι και πως θα σε βρούμε. Σταμάτα να παίρνεις λεφτά από τους πλούσιους, γιατί θα τα πληρώσεις με την ζωή σου”. Ο Γιάννης θυμήθηκε τότε την βασική του αρχή: 'ως άγνωστος δεν έχεις τίποτα να χάσεις. Και αυτός που δεν έχει να χάσει δεν είναι δύσκολο να θυσιαστεί’. Τώρα όμως που είναι ο πρωταγωνιστής της επικαιρότητας;
H αποχή του Γιάννη από την δραστηριότητα που τον έκανε διάσημο είχε όμως αντίκτυπο και σε άλλα κοινωνικά στρώματα της περιοχής. Εκτός από τον θόρυβο στις τάξεις του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης και σε ομάδες του υποκόσμου που ήθελαν τους πλούσιους πλουσιότερους, ήταν κι άλλοι εκείνοι που αντέδρασαν. Ξαφνικά η κεντρική πλατεία γέμισε με πολίτες που ζητούσαν αναδιανομή του πλούτου, τα ιστολόγια απαιτούσαν αλληλεγγύη στους φτωχούς, ενώ πολλοί επισκέπτονταν πλούσιους στην εργασία τους και σε κοινωνικές εκδηλώσεις ζητώντας επίμονα χρήματα για τους φτωχούς. Το αποτέλεσμα ήταν μάλλον αντίθετο, αφού αν κάπου ξόδευαν οι πλούσιοι τα χρήματά τους, ήταν σε μέτρα ασφαλείας και προσωπικούς σωματοφύλακες, ειδικά μετά από διάφορα κρούσματα ένοπλων ληστειών σε σπίτια και καταστήματα πλουσίων.
Ο Γιάννης παρακολουθούσε τα πάντα αμέτοχος. Δεν ήταν αυτό που ονειρευόταν. Ήταν άθελα του ένα ίνδαλμα ενός λάθος κινήματος! Έτσι, πήρε μια σημαντική απόφαση. Κάλεσε την Ίνα. “Έλα από το σπίτι. Σαν δημοσιογράφος. Σε παίρνω για δουλειά”. Εκείνη, έφτασε αμέσως στο σπίτι του κι ενώ προσπάθησε να του μιλήσει για την σχέση τους, εκείνος αυστηρά την διέκοψε. “Θέλω απλά να κάνω κάποιες δηλώσεις. Γράψε ότι έχω να πω και δημοσίευσέ τα αύριο”. Ο Γιάννης ουσιαστικά της υπαγόρεψε μία δήλωση στην οποία διατύπωνε το όραμα του για μια αλληλέγγυα κοινωνία όπου οι ισχυροί βοηθούν εθελοντικά τους ανίσχυρους, χωρίς πιέσεις, χωρίς βία, χωρίς υποχρεώσεις. Αλληλεγγύη και αγάπη για το κοινό καλό. Ήλπιζε έτσι να καταφέρει να διορθώσει την απαράδεκτη κατάσταση.
Η Ίνα αποχώρησε από το σπίτι του το βράδυ και λίγο αργότερα χτύπησε το κουδούνι του. Από την μπλούζα του επισκέπτη φαινόταν πως πρόκειται για μέλος του κινήματος που άθελά του είχε δημιουργήσει.
- “Τι θέλεις”; ρώτησε ανέκφραστος.
- “Κύριε Μπλέση, θέλω να ξέρετε πως είστε ένα ίνδαλμα. Ο άνθρωπος που γεννήθηκε για να δώσει ελπίδα στους φτωχούς. Δεν χρειάζεται να μιλάτε με τον λαό μέσω των δημοσιογράφων που ξέρουμε όλοι πως είναι διεφθαρμένοι. Η θέση σας είναι στις πλατείες με τον λαό που διαδηλώνει. Ελάτε εκεί να μιλήσετε”.
- “Με παρακολουθείτε κιόλας; Έκανα κάποιες δηλώσεις που θα δώσουν κατευθυντήριες γραμμές στο κίνημά σας. Θα βοηθήσουν. Θα κατευνάσουν τα πνεύματα. Περιμένετε ως αύριο για να διαβάσετε”.
- “Μα ο σκοπός δεν είναι να κατευναστούν τα πνεύματα. Έχουμε επανάσταση! Ο λαός πρέπει να εξεγερθεί ενάντια του συστήματος των πλουσίων. Εσείς το ξεκινήσατε αυτό”!
- “Λυπάμαι, όμως αυτό που έκανα εγώ δεν έχει καμία σχέση με εξεγέρσεις, επαναστάσεις και βία. Δεν ανήκω στο κίνημα σας, δεν θέλω καν να με αναφέρετε. Αυτό που κάνετε είναι εκβιαστικό και επικίνδυνο. Αυξάνει τα κρούσματα βίας και αφήνει θύματα” δήλωσε επιτακτικά.
- “Τότε δεν υπάρχει άλλη λύση κύριε Μπλέση. Είναι μονόδρομος. Είναι γραφτό σας, να μείνετε στην ιστορία ως ο άνθρωπος που ξεκίνησε την εξέγερση των λαών. Δεν υπάρχει επιστροφή σε αυτό. Ο λαός περιμένει το ξέσπασμα” απάντησε και βγάζοντας με αστραπιαίες κινήσεις ένα μαχαίρι, το έμπηξε βαθιά κοντά στην καρδιά του.
Ο Γιάννης σωριάστηκε στο πάτωμα και σε μια λίμνη αίματος, άφησε την τελευταία του πνοή ενώ ο δράστης διέφυγε.
Το επόμενο πρωί η εφημερίδα της Ίνας κυκλοφόρησε με την σπουδαία τοποθέτηση του Γιάννη που έφτασε στο εξώφυλλο και η οποία έγινε ανάρπαστη, όμως ως το μεσημέρι τα τηλεοπτικά κανάλια μετέδιδαν σε ζωντανή μετάδοση το τραγικό συμβάν της δολοφονίας του Γιάννη. Οι δηλώσεις του Γιάννη σύντομα επισκιάστηκαν από το γεγονός του θανάτου του και πολύ γρήγορα ξέσπασαν αναταραχές στις πλατείες από εξαγριωμένες λαϊκές ομάδες. Σε λίγες ώρες η αστυνομία άρχισε την καταστολή και συνέλαβε δεκάδες άτομα.
Στο μεταξύ στις έρευνες για την δολοφονία του Γιάννη, σύμμαχος της αστυνομίας ήταν μία κάμερα ασφαλείας ενός καταστήματος απέναντι από την πολυκατοικία στην οποία έμενε ο Γιάννης η οποία είχε καταγράψει τον νεαρό που φορούσε το μπλουζάκι του κινήματος, να παρακολουθεί το διαμέρισμα του Γιάννη και να μπαίνει μέσα αφού έφυγε η Ίνα. Σύντομα η αστυνομία συνέλαβε τον δράστη και περιόρισε τις αντιδράσεις του κόσμου.
Ο Γιάννης σκοτώθηκε και μαζί του σκοτώθηκε και το κίνημα. Ο λαός γύρισε στην καθημερινότητά του σα να μην είχε συμβεί ποτέ τίποτα από όλα αυτά, σαν να μην υπήρξε ποτέ ο Γιάννης. Ήταν όμως ένα πρόσωπο που κάποιος του χρωστούσε πολλά. Η Ίνα. Όταν τα γεγονότα ξεχάστηκαν και άλλα θέματα βρέθηκαν στην επικαιρότητα, η Ίνα με οδηγό τις τελευταίες λέξεις του Γιάννη που είχαν δημοσιευτεί στην εφημερίδα, ξεκίνησε επαφές με ομάδες πλουσίων εκμεταλλευόμενη την ευρεία λίστα γνωριμιών της λόγω της επαγγελματικής της ιδιότητας και σύντομα ξεκίνησε να δεσμεύει πολλούς επιφανείς πλουσίους να προσφέρουν σημαντικά χρήματα σε κοινωφελή ιδρύματα. Κάθε τέτοια συμφωνία που η Ίνα κατάφερνε να πετύχει, τελείωνε με μία επίσκεψη της στο νεκροταφείο, ένα τριαντάφυλλο, ένας φόρος τιμής για έναν ήρωα που θυσίασε το στερεό έδαφος για το κοινό καλό. +Yanni Spiridakis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το