σύντομες ιστορίες στα όρια της φαντασίας & του ρεαλισμού χωρίς (κανονικό) τέλος
Δεν είναι οι κόρνες από τα διερχόμενα αυτοκίνητα, ούτε οι φωνές από νέους που πρώτα πράττουν και μετά (μπορεί να) σκέφτονται. Δεν είναι τα βιαστικά βήματα από ακριβά δερμάτινα παπούτσια, ούτε τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια που ακούγονται από τα ηχεία της πόλης. Είναι αυτό το βούισμα που νιώθεις όταν κάτι μέσα σου σε καίει. Σε τρώει. Σε φθείρει. Ίσως κανείς άλλος δεν μπορεί να το ακούσει, γιατί αυτός ο εκκωφαντικός θόρυβος μπορεί να σε τρελάνει, μπορεί να σου στερήσει τον ύπνο και την ηρεμία σου.
Έτσι κι εκείνος. Καθισμένος στην άκρη του δρόμου οκλαδόν, σκεπασμένος ερμητικά με μια σκούρα κουβέρτα γεμάτη λεκέδες, κατέβασε τον άκομψο σκούφο του ως τα αυτιά και έγειρε το κεφάλι ξαπλώνοντας, μαζεύοντας και κρύβοντας το ποτηράκι που συχνά άφηνε μπροστά του μπας και μάζευε μερικά ψιλά για να αγοράσει λίγο ψωμί.
Όχι σήμερα. Σήμερα δεν το είχε ανάγκη. Δεν το ήθελε. Σήμερα απολάμβανε τον θόρυβο. Απολάμβανε το κρύο. Απολάμβανε την πείνα που σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα τον έκαναν να υποφέρει. Πως ξέρεις στα σίγουρα ότι είσαι άνθρωπος αν δεν υποφέρεις; Έριξε μια τελευταία ματιά εμπρός του παρατηρώντας τον όχλο να ικανοποιείται με τσάντες ακριβών καταστημάτων και αυτοκίνητα με φανταχτερά φανάρια και ύστερα έγειρε το κεφάλι χαμηλά.
Όταν έκλεισαν τα μάτια του, ο θόρυβος σταμάτησε. Δεν ακουγόταν τίποτα πια. Το κρύο δεν τρυπούσε τα κόκαλά του και θαρρείς πως το στομάχι του δεν ήταν γεμάτο μήτε αδειανό. Τότε σηκώθηκε μα δεν ήταν βαρύς όπως το τελευταίο διάστημα. Περπάτησε ως το τέλος του στενού κι εκεί ήταν εκείνη με ένα πρόσωπο που κανείς δεν μπορούσε να αναγνωρίσει. Ήταν η ζωή του; ήταν η αμαρτία του; ήταν το απωθημένο του; Το παρελθόν, το μέλλον, η ευτυχία, η καταδίκη του; Ούτε ο ίδιος μπορούσε πια να ξεχωρίσει.
"Ήρθε η ώρα να επιλέξεις" είπε με ψιθυριστή φωνή κι εκείνος έμεινε να την κοιτάζει προσπαθώντας να καταλάβει ποιες ήταν οι επιλογές του στον μονόδρομο που περπατούσε μια ζωή.
Και τότε έστριψε τα μάτια του αριστερά και είδε τον εαυτό του. Ήταν έτοιμος να κατακτήσει τον κόσμο. Ο ουρανός ήταν το όριο. Σαν λιοντάρι που δεν λογίζει κινδύνους, έτρεχε κατασπαράζοντας την ζωή που μόνος του είχε αποκτήσει. Είδε ανθρώπους που ζούσαν από εκείνον και θυμήθηκε ότι πάντα έκανε το ίδιο λάθος. Μπέρδευε εκείνους που ζούσαν από εκείνον με εκείνους που ζούσαν για εκείνον.
Τότε την κοίταξε πάλι, μα αυτή τη φορά ήταν όλα θολά απ' το πυκνό δάκρυ που είχε μπουκώσει στο μάτι πριν αυτό κυλήσει ως κάτω. Με δυσκολία, έγνεψε συγκαταβατικά και τότε μία μουσική αγγέλων ακούστηκε με τους δυο τους να αρχίζουν να χορεύουν ένα βαλς σε έναν άγνωστο ρυθμό. Καθώς ο χορός συνέχιζε εικόνες που περνούσαν από μπροστά του χάνονταν για πάντα. Η πρώτη φορά στο σχολείο και η πρώτη φορά στο αεροπλάνο. Η πρώτη φορά που ήταν περήφανος για τον εαυτό του και η πρώτη φορά που έβγαλε λεφτά. Η πρώτη φορά που ένιωσε σημαντικός και η πρώτη φορά που ένιωσε πόνο και απογοήτευση. Η πρώτη φορά που είδε τα σταυροδρόμια να γίνονται αδιέξοδα και η πρώτη φορά που χρειάστηκε να ψάξει στα σκουπίδια για να μην μείνει ξανά νηστικός. Σε κάθε στροφή του βαλς το καθένα χανόταν ώσπου στο τέλος δεν υπήρχε τίποτα. Καμία ανάμνηση, κανένα παρελθόν, τίποτα που να μπορεί να τον προβληματίσει πια.
Τότε ξαφνικά η μουσική σταμάτησε κι εκείνη έκανε ένα βήμα μακριά του, για να τον ρωτήσει με την ίδια ψιθυριστή φωνή.
"Τόλμησες";
"Νν... ναι", απάντησε ψελλίζοντας.
Εκείνη χαμογέλασε και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι δίπλα σε μία νυχτερίδα που λες και την συνόδευε την ακολούθησε, ενώ αυτός ένιωσε μια άγνωστη ανακούφιση στο ανάλαφρο πια σώμα του. Ύστερα το μόνο που φαινόταν ήταν ο φάρος από το κίτρινο μεγάλο αυτοκίνητο...
Έτσι κι εκείνος. Καθισμένος στην άκρη του δρόμου οκλαδόν, σκεπασμένος ερμητικά με μια σκούρα κουβέρτα γεμάτη λεκέδες, κατέβασε τον άκομψο σκούφο του ως τα αυτιά και έγειρε το κεφάλι ξαπλώνοντας, μαζεύοντας και κρύβοντας το ποτηράκι που συχνά άφηνε μπροστά του μπας και μάζευε μερικά ψιλά για να αγοράσει λίγο ψωμί.
Όχι σήμερα. Σήμερα δεν το είχε ανάγκη. Δεν το ήθελε. Σήμερα απολάμβανε τον θόρυβο. Απολάμβανε το κρύο. Απολάμβανε την πείνα που σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα τον έκαναν να υποφέρει. Πως ξέρεις στα σίγουρα ότι είσαι άνθρωπος αν δεν υποφέρεις; Έριξε μια τελευταία ματιά εμπρός του παρατηρώντας τον όχλο να ικανοποιείται με τσάντες ακριβών καταστημάτων και αυτοκίνητα με φανταχτερά φανάρια και ύστερα έγειρε το κεφάλι χαμηλά.
Όταν έκλεισαν τα μάτια του, ο θόρυβος σταμάτησε. Δεν ακουγόταν τίποτα πια. Το κρύο δεν τρυπούσε τα κόκαλά του και θαρρείς πως το στομάχι του δεν ήταν γεμάτο μήτε αδειανό. Τότε σηκώθηκε μα δεν ήταν βαρύς όπως το τελευταίο διάστημα. Περπάτησε ως το τέλος του στενού κι εκεί ήταν εκείνη με ένα πρόσωπο που κανείς δεν μπορούσε να αναγνωρίσει. Ήταν η ζωή του; ήταν η αμαρτία του; ήταν το απωθημένο του; Το παρελθόν, το μέλλον, η ευτυχία, η καταδίκη του; Ούτε ο ίδιος μπορούσε πια να ξεχωρίσει.
"Ήρθε η ώρα να επιλέξεις" είπε με ψιθυριστή φωνή κι εκείνος έμεινε να την κοιτάζει προσπαθώντας να καταλάβει ποιες ήταν οι επιλογές του στον μονόδρομο που περπατούσε μια ζωή.
Και τότε έστριψε τα μάτια του αριστερά και είδε τον εαυτό του. Ήταν έτοιμος να κατακτήσει τον κόσμο. Ο ουρανός ήταν το όριο. Σαν λιοντάρι που δεν λογίζει κινδύνους, έτρεχε κατασπαράζοντας την ζωή που μόνος του είχε αποκτήσει. Είδε ανθρώπους που ζούσαν από εκείνον και θυμήθηκε ότι πάντα έκανε το ίδιο λάθος. Μπέρδευε εκείνους που ζούσαν από εκείνον με εκείνους που ζούσαν για εκείνον.
Τότε την κοίταξε πάλι, μα αυτή τη φορά ήταν όλα θολά απ' το πυκνό δάκρυ που είχε μπουκώσει στο μάτι πριν αυτό κυλήσει ως κάτω. Με δυσκολία, έγνεψε συγκαταβατικά και τότε μία μουσική αγγέλων ακούστηκε με τους δυο τους να αρχίζουν να χορεύουν ένα βαλς σε έναν άγνωστο ρυθμό. Καθώς ο χορός συνέχιζε εικόνες που περνούσαν από μπροστά του χάνονταν για πάντα. Η πρώτη φορά στο σχολείο και η πρώτη φορά στο αεροπλάνο. Η πρώτη φορά που ήταν περήφανος για τον εαυτό του και η πρώτη φορά που έβγαλε λεφτά. Η πρώτη φορά που ένιωσε σημαντικός και η πρώτη φορά που ένιωσε πόνο και απογοήτευση. Η πρώτη φορά που είδε τα σταυροδρόμια να γίνονται αδιέξοδα και η πρώτη φορά που χρειάστηκε να ψάξει στα σκουπίδια για να μην μείνει ξανά νηστικός. Σε κάθε στροφή του βαλς το καθένα χανόταν ώσπου στο τέλος δεν υπήρχε τίποτα. Καμία ανάμνηση, κανένα παρελθόν, τίποτα που να μπορεί να τον προβληματίσει πια.
Τότε ξαφνικά η μουσική σταμάτησε κι εκείνη έκανε ένα βήμα μακριά του, για να τον ρωτήσει με την ίδια ψιθυριστή φωνή.
"Τόλμησες";
"Νν... ναι", απάντησε ψελλίζοντας.
Εκείνη χαμογέλασε και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι δίπλα σε μία νυχτερίδα που λες και την συνόδευε την ακολούθησε, ενώ αυτός ένιωσε μια άγνωστη ανακούφιση στο ανάλαφρο πια σώμα του. Ύστερα το μόνο που φαινόταν ήταν ο φάρος από το κίτρινο μεγάλο αυτοκίνητο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το