Η βροχή έπεφτε καταρρακτωδώς. Το χώμα είχε μετατραπεί από ώρα σε λάσπη και ακόμα και στα ελάχιστα σημεία που έβλεπες την ερημωμένη άσφαλτο, οι νερόλακκοι είχαν σκεπάσει καθετί που θα μπορούσε να μοιάζει σαν δείγμα του πολιτισμού που μέχρι πριν λίγο καιρό εξαπλωνόταν στο ίδιο ακριβώς σημείο.
Ένα έκτακτο σύννεφο καπνού άρχισε να αραιώνει για να φανεί το ταλαιπωρημένο πρόσωπο του. Ήταν αξύριστος, όμως δεν ήταν μόνο οι τρίχες που κάλυπταν την μέχρι χθες αφράτη επιδερμίδα του. Οι λάσπες βρίσκονταν σκόρπιες σε κάθε σημείο του δέρματος και των ρούχων του, κάτι που δεν έδειχνε διόλου να τον ενοχλεί, όχι όσο τα βρεγμένα πόδια του.
Ρούφηξε άλλη μία άγαρμπη τζούρα και φύσηξε τον καπνό ευχόμενος να βρει λίγη ζεστασιά μέσα από αυτόν. Κρύωνε, όμως τα βρεγμένα πόδια του είχαν κυριεύσει ολόκληρο το σώμα του που σχεδόν άρχισε να τρέμει.
- “Κοίτα αυτούς”, είπε σε εκείνον ένας γεροδεμένος και ψηλός τύπος. “Δεν πρόκειται να κρυώσουν ξανά, δεν νομίζω καν να τους λείψει ξανά η απόλαυση του τσιγάρου. Δεν θα νιώσουν τις κάλτσες τους βρεγμένες, ούτε θα ανησυχήσουν για το αν πρέπει να παραμείνουν σκυφτοί στο εξής. Πιστεύεις ότι είναι πιο τυχεροί από μας”; ρώτησε κοιτώντας σε ένα άσχετο σημείο.
Ο στρατιώτης κοίταξε γύρω του. Νεκρά πτώματα περιλουσμένα από λάσπες και αίμα που είχε ήδη ξεπλυθεί. Αν δε, σήκωνε το βλέμμα πιο ψηλά, τα πτώματα ήταν αμέτρητα. Ως εκεί που έφτανε το μάτι.
- “Κι εμείς κάπως έτσι θα είμαστε ως το βράδυ αρχηγέ” απάντησε ψιθυριστά εκείνος.
- “Γιατί το λες λοχία; Ως τώρα μια χαρά την έχουμε βγάλει. Λίγες γρατσουνιές και καμπόση λάσπη. Είναι αυτός λόγος να μiξοκλαίμε”; Ο… αρχηγός ίσως δεν πίστευε ότι έλεγε αφού μάλλον ειρωνευόταν. Ολοκληρώνοντας την φράση του, γονάτισε στο λασπωμένο έδαφος και έκλαψε αθόρυβα για λίγο. Αν δεν τον ήξερες ίσως να μην το καταλάβαινες καν, αφού η βροχή γινόταν ένα με τα δάκρυα. Δευτερόλεπτα μετά, σήκωσε το κεφάλι κοιτώντας τον λοχία του και συνέχισε: “Είναι πάλι και ο λόγος που θέλεις να μείνεις ζωντανός. Θέλεις έτσι; Έχεις λόγο να μείνεις ζωντανός”; ρώτησε σα να εκλιπαρούσε να ακούσει μια πειστική απάντηση από τον συνομιλητή του.
Ο λοχίας -που μόλις είχε σβήσει το τσιγάρο του- αρχικά τον κοίταξε και ύστερα αραδιασμένος όπως ήταν πίσω από ένα τοιχίο που ίσως κάποτε να ήταν φράχτης, αφέθηκε ακόμα περισσότερο, με τα πόδια του να βουτάνε ολόκληρα μέσα στον βούρκο που είχε σχηματίσει η λάσπη και χαμήλωσε το βλέμμα.
- “Ξέρεις από αγάπη, αρχηγέ”; είπε κάπως δυνατά, αλλά συνέχισε τόσο σιγανά που μόνο αυτός και οι σκέψεις του θα μπορούσαν να τον ακούσουν. “Αυτό που όλοι λένε ότι ξέρουν, όμως κανείς δεν καταλαβαίνει. Αυτό που όταν οι σφαίρες πέφτουν βροχή εσύ κοιτάς το ρολόι σου ελπίζοντας ότι κάπου εκεί πίσω, εκείνη δεν αμέλησε να φάει το πρωινό της πριν φύγει για την δουλειά. Αυτό που ίσως χρειάζεται να βουλιάξουμε στην λάσπη για να μην φαινόμαστε ζωντανοί όταν περνάει έφοδος του εχθρού, όμως το μυαλό σου είναι εκεί πίσω και ανησυχείς αν θα βραχεί μέχρι να γυρίσει σπίτι επειδή ο χειμώνας φέτος είναι βαρύς. Αυτό που κάθε βράδυ που ευχόμαστε να ξυπνήσουμε ζωντανοί, εσύ αναρωτιέσαι αν επιτρέπει σε άλλο ζευγάρι μάτια να την κοιτάζουν ή ακόμα να της μιλούν προκαλώντας την”. Ήταν φανερό πως τώρα τα χέρια του έτρεμαν για τα καλά, όμως εκείνος συνέχισε να κοιτάζει το γκρίζο άπειρο και να μονολογεί:
“Ξέρεις από αγάπη αρχηγέ; Να ετοιμάζεσαι να τα δώσεις όλα στην μάχη, όχι απλά για να σώσεις τον εαυτό σου, αλλά και τον συνάδελφο σου, όμως το μυαλό σου να χάνεται στα κόκκινα χείλη που ίσως κάποιος άλλος βλέπει αυτή τη στιγμή, στα ρούχα που εσύ της αγόρασες για να απολαμβάνεις όταν είσαι μαζί της, όμως τώρα μπορεί να τα βλέπει ο οποιοσδήποτε”. Το τρέμουλο μεταφέρθηκε στα χείλη του, παρόλαυτα εκείνος συνέχισε:
“Φοβάμαι αρχηγέ. Φοβάμαι πως δεν θα θελήσει ποτέ να μάθει αν λερώθηκα στο πεδίο μάχης, δεν θα θέλει ποτέ να δώσει σημασία στην προσπάθεια μου. Θα της αρκεί να ξέρει πως είμαι ζωντανός”.
Ο φίλος του έγειρε προς το μέρος του και αφού τον έπιασε σφιχτά στο ύψος του ώμου, τον διέκοψε:
- “Καμιά φορά δεν αρκεί λοχία μου η προσπάθεια. Αν γυρίσεις ζωντανός σημαίνει ότι δεν προσπάθησες αρκετά. Έτσι θα σκεφτεί. Έτσι θα σκεφτούν”.
- “Όχι, δεν μπορεί να είναι αλήθεια αυτό” ανταπάντησε αναστατωμένος ο λοχίας. “Αφού προσπαθώ. Κάνω ότι μπορώ. Μπορεί να μην είμαι σπουδαίος πολεμιστής και να κάνω πολλά λάθη, όμως είμαι εδώ και ακόμα προσπαθώ. Γιατί δεν είναι αρκετό αυτό”; συνέχισε απολογητικά.
- “Γιατί δεν κερδίσαμε τον πόλεμο λοχία. Αν είσαι ακόμα ζωντανός και δεν έχουμε κερδίσει τον πόλεμο λοχία, σημαίνει πως δεν προσπάθησες αρκετά. Τ’ ακούς λοχία; Εσύ φταις που υπάρχουν αυτές οι… εκκρεμότητες εκεί απέναντι. Εσύ φταις για όλα. Κι αν δεν καταφέρεις να κάνεις ευτυχισμένη εκείνη που αγαπάς, εσύ θα φταις. Γιατί μπορεί να σου είπαν άλλα, όμως εσύ φταις για όλα. Αν πίστεψες πως έχεις την ευθύνη μόνο για ότι αφορά εσένα, έκανες λάθος. Έδειξες αδύναμος και ελλιπής. Αν γυρίσεις ζωντανός χωρίς να έχουμε κερδίσει τον πόλεμο θα ξέρεις πως δεν έχεις προσπαθήσει αρκετά. Θα πρέπει να ξεχάσεις τα κόκκινα χείλη λοχία. Να ξεχάσεις τα όμορφα ρούχα και τα όνειρα αγάπης και ευτυχίας, λοχία” ολοκλήρωσε όντας σε παραλήρημα.
Ο λοχίας έμεινε σκεπτικός με τα μάτια του να είναι έτοιμα να εκραγούν. Ένιωθε πως δεν είχε άλλο νόημα να προσπαθήσει. Μια δύναμη μέσα του τον ωθούσε να σηκωθεί και να περπατήσει καταμεσής του δρόμου προς την κατεύθυνση του εχθρού, έτοιμος να δεχτεί μία, εκατό ή και χίλιες σφαίρες. Δεν θα είχε σημασία. Και ενώ η δύναμη αυτή μεγάλωνε μέσα του και οι βασανισμένοι μύες του ήταν έτοιμοι να δραστηριοποιηθούν ανασηκώνοντας το κορμί του, ξαφνικά κρατήθηκε και είπε σφίγγοντας δόντια του:
- “Λυπάμαι, αλλά δεν έχεις ιδέα για ποια μιλάμε. Δεν ξέρεις πως είναι αυτή η αγάπη. Κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει. Αν μπορούσε μόνο για μια στιγμή να με κοιτάξει μέσα από κάποιο γυάλινο παράθυρο θα έβλεπε ότι ίσως δεν είμαι τέλειος, ίσως δεν έχω κάνει τα πάντα με τον σωστό τρόπο, όμως κάθε λεπτό μου εδώ, με κάθε μου κίνηση, την τιμάω. Μπορεί να είμαι ζωντανός αρχηγέ και να μην έχουμε κερδίσει τον πόλεμο, όμως θα έβλεπε ότι έστω κι έτσι εγώ την τιμάω, θα έβλεπε την προσπάθεια μου, θα με κοιτούσε με εκείνο το βλέμμα κατανόησης και πόνου προς εμένα που την κάνει τόσο σπάνια και θα με κοιτούσε στα μάτια θυμίζοντας μου πως η λευκή επιταγή που μου έδωσε κάποτε ισχύει και πως εξακολουθεί να με πιστεύει”.
Σιωπή. Κανείς τους δεν ήθελε να συνεχίσει να μιλάει. Ο ένας δεν πίστευε λέξη απ’ ότι άκουγε και ο άλλος είχε ήδη αμφιβολίες αν όντως θα ήταν έτσι τα πράγματα, ακόμα και τόσο καιρό μετά ή η εικόνα της αγάπης που είχε, ο φάκελος του έρωτα που έζησε και το κουτί με το όνειρο μιας ευτυχισμένης ζωής, θα είχαν ανοίξει, ξεθωριάσει, εξασθενίσει, χαθεί.
Λίγα λεπτά μετά μια έκρηξη ακούστηκε στο βάθος. Ήξεραν πως το υποτυπώδες διάλειμμα τους τελείωνε. Ο εχθρός πλησίαζε. Ήξεραν πως ο πόλεμος δεν τελειώνει ποτέ εκεί. Πως υπάρχουν μόνο μικρές αναλαμπές ευτυχίας, ακόμα και μέσα στις λάσπες και ύστερα το φως γίνεται και πάλι μουντό. Και όπως πάντα δεν ήξεραν αν είχαν προλάβει να εκμεταλλευτούν σωστά τον χρόνο τους. Σαν όταν είχε μια ολόκληρη Κυριακή με εκείνη που πάσχιζε να ξέρει ότι φρόντισε να περάσουν καλά τόσο που τελικά το άγχος του ήταν μεγαλύτερο από την απόλαυση, τόσο που η Κυριακή τελείωνε.
“Ξέρεις, όταν έφυγα από τα χέρια της για να έρθω εδώ, με είχε πείσει πως είμαι μοναδικός. Τώρα, τόσο καιρό μετά, βουτηγμένος στις λάσπες και την βρωμιά, ταλαιπωρημένος όσο όλοι, βλέπω πως δεν έχω καμία διαφορά από όλους τους υπόλοιπους, δεν είμαι παρά ένας ακόμα στρατιώτης” μονολόγησε καθώς η καρδιά του άρχισε να σφίγγεται και παράλληλα να χτυπά δυνατά προετοιμασμένος για ότι θα ακολουθούσε.
Οι εκρήξεις ακουγόντουσαν ολοένα και πιο κοντά και λίγο μετά άρχισαν να πέφτουν και οι πρώτες σφαίρες. “Πάρτε θέσεις” ακούστηκε από το βάθος του δρόμου και ο λοχίας, ο αρχηγός και όλοι όσοι ήταν ακόμα ζωντανοί και αρτιμελείς, σηκώθηκαν, όπλισαν και ετοιμάστηκαν να δώσουν άλλη μία μάχη. Ο καθένας για τον δικό του λόγο. Ο καθένας για την εκπλήρωση του δικού του ονείρου. Για κάποιους το όνειρο θα τελείωνε σήμερα. Τώρα.
Ένα έκτακτο σύννεφο καπνού άρχισε να αραιώνει για να φανεί το ταλαιπωρημένο πρόσωπο του. Ήταν αξύριστος, όμως δεν ήταν μόνο οι τρίχες που κάλυπταν την μέχρι χθες αφράτη επιδερμίδα του. Οι λάσπες βρίσκονταν σκόρπιες σε κάθε σημείο του δέρματος και των ρούχων του, κάτι που δεν έδειχνε διόλου να τον ενοχλεί, όχι όσο τα βρεγμένα πόδια του.
Ρούφηξε άλλη μία άγαρμπη τζούρα και φύσηξε τον καπνό ευχόμενος να βρει λίγη ζεστασιά μέσα από αυτόν. Κρύωνε, όμως τα βρεγμένα πόδια του είχαν κυριεύσει ολόκληρο το σώμα του που σχεδόν άρχισε να τρέμει.
- “Κοίτα αυτούς”, είπε σε εκείνον ένας γεροδεμένος και ψηλός τύπος. “Δεν πρόκειται να κρυώσουν ξανά, δεν νομίζω καν να τους λείψει ξανά η απόλαυση του τσιγάρου. Δεν θα νιώσουν τις κάλτσες τους βρεγμένες, ούτε θα ανησυχήσουν για το αν πρέπει να παραμείνουν σκυφτοί στο εξής. Πιστεύεις ότι είναι πιο τυχεροί από μας”; ρώτησε κοιτώντας σε ένα άσχετο σημείο.
Ο στρατιώτης κοίταξε γύρω του. Νεκρά πτώματα περιλουσμένα από λάσπες και αίμα που είχε ήδη ξεπλυθεί. Αν δε, σήκωνε το βλέμμα πιο ψηλά, τα πτώματα ήταν αμέτρητα. Ως εκεί που έφτανε το μάτι.
- “Κι εμείς κάπως έτσι θα είμαστε ως το βράδυ αρχηγέ” απάντησε ψιθυριστά εκείνος.
- “Γιατί το λες λοχία; Ως τώρα μια χαρά την έχουμε βγάλει. Λίγες γρατσουνιές και καμπόση λάσπη. Είναι αυτός λόγος να μiξοκλαίμε”; Ο… αρχηγός ίσως δεν πίστευε ότι έλεγε αφού μάλλον ειρωνευόταν. Ολοκληρώνοντας την φράση του, γονάτισε στο λασπωμένο έδαφος και έκλαψε αθόρυβα για λίγο. Αν δεν τον ήξερες ίσως να μην το καταλάβαινες καν, αφού η βροχή γινόταν ένα με τα δάκρυα. Δευτερόλεπτα μετά, σήκωσε το κεφάλι κοιτώντας τον λοχία του και συνέχισε: “Είναι πάλι και ο λόγος που θέλεις να μείνεις ζωντανός. Θέλεις έτσι; Έχεις λόγο να μείνεις ζωντανός”; ρώτησε σα να εκλιπαρούσε να ακούσει μια πειστική απάντηση από τον συνομιλητή του.
Ο λοχίας -που μόλις είχε σβήσει το τσιγάρο του- αρχικά τον κοίταξε και ύστερα αραδιασμένος όπως ήταν πίσω από ένα τοιχίο που ίσως κάποτε να ήταν φράχτης, αφέθηκε ακόμα περισσότερο, με τα πόδια του να βουτάνε ολόκληρα μέσα στον βούρκο που είχε σχηματίσει η λάσπη και χαμήλωσε το βλέμμα.
- “Ξέρεις από αγάπη, αρχηγέ”; είπε κάπως δυνατά, αλλά συνέχισε τόσο σιγανά που μόνο αυτός και οι σκέψεις του θα μπορούσαν να τον ακούσουν. “Αυτό που όλοι λένε ότι ξέρουν, όμως κανείς δεν καταλαβαίνει. Αυτό που όταν οι σφαίρες πέφτουν βροχή εσύ κοιτάς το ρολόι σου ελπίζοντας ότι κάπου εκεί πίσω, εκείνη δεν αμέλησε να φάει το πρωινό της πριν φύγει για την δουλειά. Αυτό που ίσως χρειάζεται να βουλιάξουμε στην λάσπη για να μην φαινόμαστε ζωντανοί όταν περνάει έφοδος του εχθρού, όμως το μυαλό σου είναι εκεί πίσω και ανησυχείς αν θα βραχεί μέχρι να γυρίσει σπίτι επειδή ο χειμώνας φέτος είναι βαρύς. Αυτό που κάθε βράδυ που ευχόμαστε να ξυπνήσουμε ζωντανοί, εσύ αναρωτιέσαι αν επιτρέπει σε άλλο ζευγάρι μάτια να την κοιτάζουν ή ακόμα να της μιλούν προκαλώντας την”. Ήταν φανερό πως τώρα τα χέρια του έτρεμαν για τα καλά, όμως εκείνος συνέχισε να κοιτάζει το γκρίζο άπειρο και να μονολογεί:
“Ξέρεις από αγάπη αρχηγέ; Να ετοιμάζεσαι να τα δώσεις όλα στην μάχη, όχι απλά για να σώσεις τον εαυτό σου, αλλά και τον συνάδελφο σου, όμως το μυαλό σου να χάνεται στα κόκκινα χείλη που ίσως κάποιος άλλος βλέπει αυτή τη στιγμή, στα ρούχα που εσύ της αγόρασες για να απολαμβάνεις όταν είσαι μαζί της, όμως τώρα μπορεί να τα βλέπει ο οποιοσδήποτε”. Το τρέμουλο μεταφέρθηκε στα χείλη του, παρόλαυτα εκείνος συνέχισε:
“Φοβάμαι αρχηγέ. Φοβάμαι πως δεν θα θελήσει ποτέ να μάθει αν λερώθηκα στο πεδίο μάχης, δεν θα θέλει ποτέ να δώσει σημασία στην προσπάθεια μου. Θα της αρκεί να ξέρει πως είμαι ζωντανός”.
Ο φίλος του έγειρε προς το μέρος του και αφού τον έπιασε σφιχτά στο ύψος του ώμου, τον διέκοψε:
- “Καμιά φορά δεν αρκεί λοχία μου η προσπάθεια. Αν γυρίσεις ζωντανός σημαίνει ότι δεν προσπάθησες αρκετά. Έτσι θα σκεφτεί. Έτσι θα σκεφτούν”.
- “Όχι, δεν μπορεί να είναι αλήθεια αυτό” ανταπάντησε αναστατωμένος ο λοχίας. “Αφού προσπαθώ. Κάνω ότι μπορώ. Μπορεί να μην είμαι σπουδαίος πολεμιστής και να κάνω πολλά λάθη, όμως είμαι εδώ και ακόμα προσπαθώ. Γιατί δεν είναι αρκετό αυτό”; συνέχισε απολογητικά.
- “Γιατί δεν κερδίσαμε τον πόλεμο λοχία. Αν είσαι ακόμα ζωντανός και δεν έχουμε κερδίσει τον πόλεμο λοχία, σημαίνει πως δεν προσπάθησες αρκετά. Τ’ ακούς λοχία; Εσύ φταις που υπάρχουν αυτές οι… εκκρεμότητες εκεί απέναντι. Εσύ φταις για όλα. Κι αν δεν καταφέρεις να κάνεις ευτυχισμένη εκείνη που αγαπάς, εσύ θα φταις. Γιατί μπορεί να σου είπαν άλλα, όμως εσύ φταις για όλα. Αν πίστεψες πως έχεις την ευθύνη μόνο για ότι αφορά εσένα, έκανες λάθος. Έδειξες αδύναμος και ελλιπής. Αν γυρίσεις ζωντανός χωρίς να έχουμε κερδίσει τον πόλεμο θα ξέρεις πως δεν έχεις προσπαθήσει αρκετά. Θα πρέπει να ξεχάσεις τα κόκκινα χείλη λοχία. Να ξεχάσεις τα όμορφα ρούχα και τα όνειρα αγάπης και ευτυχίας, λοχία” ολοκλήρωσε όντας σε παραλήρημα.
Ο λοχίας έμεινε σκεπτικός με τα μάτια του να είναι έτοιμα να εκραγούν. Ένιωθε πως δεν είχε άλλο νόημα να προσπαθήσει. Μια δύναμη μέσα του τον ωθούσε να σηκωθεί και να περπατήσει καταμεσής του δρόμου προς την κατεύθυνση του εχθρού, έτοιμος να δεχτεί μία, εκατό ή και χίλιες σφαίρες. Δεν θα είχε σημασία. Και ενώ η δύναμη αυτή μεγάλωνε μέσα του και οι βασανισμένοι μύες του ήταν έτοιμοι να δραστηριοποιηθούν ανασηκώνοντας το κορμί του, ξαφνικά κρατήθηκε και είπε σφίγγοντας δόντια του:
- “Λυπάμαι, αλλά δεν έχεις ιδέα για ποια μιλάμε. Δεν ξέρεις πως είναι αυτή η αγάπη. Κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει. Αν μπορούσε μόνο για μια στιγμή να με κοιτάξει μέσα από κάποιο γυάλινο παράθυρο θα έβλεπε ότι ίσως δεν είμαι τέλειος, ίσως δεν έχω κάνει τα πάντα με τον σωστό τρόπο, όμως κάθε λεπτό μου εδώ, με κάθε μου κίνηση, την τιμάω. Μπορεί να είμαι ζωντανός αρχηγέ και να μην έχουμε κερδίσει τον πόλεμο, όμως θα έβλεπε ότι έστω κι έτσι εγώ την τιμάω, θα έβλεπε την προσπάθεια μου, θα με κοιτούσε με εκείνο το βλέμμα κατανόησης και πόνου προς εμένα που την κάνει τόσο σπάνια και θα με κοιτούσε στα μάτια θυμίζοντας μου πως η λευκή επιταγή που μου έδωσε κάποτε ισχύει και πως εξακολουθεί να με πιστεύει”.
Σιωπή. Κανείς τους δεν ήθελε να συνεχίσει να μιλάει. Ο ένας δεν πίστευε λέξη απ’ ότι άκουγε και ο άλλος είχε ήδη αμφιβολίες αν όντως θα ήταν έτσι τα πράγματα, ακόμα και τόσο καιρό μετά ή η εικόνα της αγάπης που είχε, ο φάκελος του έρωτα που έζησε και το κουτί με το όνειρο μιας ευτυχισμένης ζωής, θα είχαν ανοίξει, ξεθωριάσει, εξασθενίσει, χαθεί.
Λίγα λεπτά μετά μια έκρηξη ακούστηκε στο βάθος. Ήξεραν πως το υποτυπώδες διάλειμμα τους τελείωνε. Ο εχθρός πλησίαζε. Ήξεραν πως ο πόλεμος δεν τελειώνει ποτέ εκεί. Πως υπάρχουν μόνο μικρές αναλαμπές ευτυχίας, ακόμα και μέσα στις λάσπες και ύστερα το φως γίνεται και πάλι μουντό. Και όπως πάντα δεν ήξεραν αν είχαν προλάβει να εκμεταλλευτούν σωστά τον χρόνο τους. Σαν όταν είχε μια ολόκληρη Κυριακή με εκείνη που πάσχιζε να ξέρει ότι φρόντισε να περάσουν καλά τόσο που τελικά το άγχος του ήταν μεγαλύτερο από την απόλαυση, τόσο που η Κυριακή τελείωνε.
“Ξέρεις, όταν έφυγα από τα χέρια της για να έρθω εδώ, με είχε πείσει πως είμαι μοναδικός. Τώρα, τόσο καιρό μετά, βουτηγμένος στις λάσπες και την βρωμιά, ταλαιπωρημένος όσο όλοι, βλέπω πως δεν έχω καμία διαφορά από όλους τους υπόλοιπους, δεν είμαι παρά ένας ακόμα στρατιώτης” μονολόγησε καθώς η καρδιά του άρχισε να σφίγγεται και παράλληλα να χτυπά δυνατά προετοιμασμένος για ότι θα ακολουθούσε.
Οι εκρήξεις ακουγόντουσαν ολοένα και πιο κοντά και λίγο μετά άρχισαν να πέφτουν και οι πρώτες σφαίρες. “Πάρτε θέσεις” ακούστηκε από το βάθος του δρόμου και ο λοχίας, ο αρχηγός και όλοι όσοι ήταν ακόμα ζωντανοί και αρτιμελείς, σηκώθηκαν, όπλισαν και ετοιμάστηκαν να δώσουν άλλη μία μάχη. Ο καθένας για τον δικό του λόγο. Ο καθένας για την εκπλήρωση του δικού του ονείρου. Για κάποιους το όνειρο θα τελείωνε σήμερα. Τώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το