Καληνωρίσματα επισκέπτες και αναγνώστες.
Τα βήματα μέχρι το λόμπι του ξενοδοχείου, φάνταζαν σαν έναν τερματισμό μαραθωνίου. Ένιωθε τα μάτια του να γυρίζουν σαν τους αριθμούς και τα σύμβολα στον κουλοχέρι, με τη διαφορά πως ήξερες πως δεν είχε να περιμένει κανένα τζακ ποτ.
Όταν τελικά έφτασε, στάθηκε μπροστά στον υπάλληλο της υποδοχής, πήρε μια βαθιά ανάσα και ψέλλισε τον αριθμό του δωματίου του. Κατά την εκπνοή της ανάσας, άφησε ένα "...παρακαλώ" που είναι αμφίβολο αν ο υπάλληλος το άκουσε. Αφού τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, με ένα ίχνος απέχθειας και με μία στάλα οίκτο για την κατάσταση του, γύρισε για να πάρει το μαγνητικό κλειδί και το παρέδωσε στον πελάτη συνοδεύοντάς το με ένα ψυχρά τυπικό "ορίστε, καλό βράδυ".
Έγνεψε τυπικά για να ευχαριστήσει, χωρίς να μπορεί να εστιάσει ακριβώς στο πρόσωπο του υπαλλήλου και γύρισε προς τον ανελκυστήρα που εμπειρικά οδήγησε με δυσκολία τα βήματά του. Όταν μπήκε στο θάλαμο, ένιωσε τον έντονο φωτισμό να τον ενοχλεί και μάλλον να τον δυσκολεύει να βρει το κουμπί με το νούμερο 4 το οποίο θα ήταν και ο προορισμός του. Όταν τελικά το πάτησε, έκλεισε τα μάτια και στάθηκε όρθιος μπροστά στον φωτεινό καθρέφτη.
Τα μαλλιά του ήταν κοντοκουρεμένα μα ανάκατα από το σημερινό αεράκι, ενώ το σακάκι του ήταν αρκετά ζαρωμένο. Η γραβάτα του είχε πλέον χαλαρώσει αρκετά ώστε να δείχνει αρκετά χρήσιμη για να τον περισώσει από την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει. Ξυρισμένος, με ελάχιστες ρυτίδες και απαλό δέρμα χωρίς μαύρους κύκλους που εύκολα θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν λόγω της κατάστασής του, προσπαθούσε να κρατήσει το στόμα του κλειστό κι έτσι το μόνο που φαινόταν ήταν τα υγρά του χείλη.
Ξαφνικά ένα καμπανάκι ακούστηκε και η πόρτα άνοιξε. Μάζεψε όση δύναμη μπορούσε και άρχισε να περπατάει τον μακρύ διάδρομο με το μπορντό χαλί με το μουντό ζεστό φωτισμό. Ανά δύο δωμάτια ήταν κρεμασμένος ένας μικρός πίνακας ζωγραφικής από αυτούς που δεν ξέρεις αν είναι μουτζούρες κάποιου wannabe καλλιτέχνη ή αντίγραφα σε σμίκρυνση από πίνακες του Picasso.
Εννοείται ότι εκείνος δεν πρόσεχε τίποτα από αυτά και με δυσκολία είδε ένα ζευγάρι που τον προσπέρασε ανάμεσα σε γέλια, αγκαλιές και χαμουρεύματα που προμήνυαν ένα καυτό και απολαυστικό βράδυ.
Όταν τελικά έφτασε έξω από την πόρτα, σήκωσε το μαγνητικό κλειδί και το πασάλειψε στην μεταλλική υποδοχή μέχρι να πετύχει την επαφή που θα μετέτρεπε το κόκκινο λαμπάκι που βρισκόταν στο πλάι, σε πράσινο. Η πόρτα άνοιξε κι εκείνος έβαλε το κλειδί σε μία υποδοχή μετά από τρεις ή τέσσερις ανεπιτυχείς προσπάθειες, για να ηλεκτροδοτήσει το δωμάτιο.
Πλησίασε την καρέκλα που βρισκόταν στο ξύλινο γραφείο και σωριάστηκε απελευθερώνοντας το κεφάλι του το οποίο λόγω της βαρύτητας, κρεμάστηκε απότομα προς τα πίσω. Αφού ένιωσε μία πρώτη τόνωση στα άκρα του, άνοιξε τα μάτια, σηκώθηκε και έφτασε ως το νιπτήρα της τουαλέτας που άνοιξε για να τρέξει άφθονο νερό. Έσκυψε το κεφάλι του βρέχοντας εκτός από το πρόσωπο και τα μαλλιά, το πάνω μέρος από τα ρούχα του, χωρίς όμως να δείχνει να ενοχλείται. Αντίθετα -λίγο μετά- έκλεισε τη βρύση και άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης να σπάσει τη μονότονη ησυχία του δωματίου.
Με τα νερά να στάζουν από τα μαλλιά και το πρόσωπο, κατευθύνθηκε προς το μπαλκόνι, όπου έσυρε την κουρτίνα, για να αποκαλυφθεί ο έναστρος ουρανός και σκόρπια χρώματα νέον από τις διάσπαρτες ταμπέλες των απέναντι κτιρίων. Γύρισε προς το δωμάτιο και έβλεπε τις αντανακλάσεις στους τοίχους σαν σε ένα ξέφρενο party ενός night club. Πλησίασε το mini bar και χωρίς να το πολυσκεφτεί άρπαξε το πρώτο μπουκαλάκι που βρήκε μπροστά του. Ήταν ένα τζιν μέσα σε μπλε γυαλί που ταίριαζε με το πουκάμισο που φορούσε νωρίτερα.
Αυτή τη φορά έφτασε στο μπαλκόνι ανοίγοντας την πόρτα και βγήκε έξω. Η ησυχία έδωσε τη θέση της σε κόρνες, γρυλίσματα μηχανών και εξατμίσεων και σκόρπιες φωνές από γυναικείες -κυρίως- φωνές από περαστικούς που έδειχναν να διασκεδάζουν χωρίς να ενδιαφέρονται για την περασμένη ώρα.
Άνοιξε το μπλε μπουκαλάκι και ήπιε μία πρώτη γουλιά σφίγγοντας τους μύες του προσώπου του σα να τον ενοχλούσε αυτό που μόλις είχε γευτεί, όμως αφού το κατάπιε άφησε έναν αναστεναγμό απόλαυσης. Αφού κοιτούσε προς τα κάτω για ώρα, έκανε μία κίνηση με το χέρι του για να πιάσει από την εσωτερική τσέπη στο σακάκι του ένα σκούρο πούρο και έναν αναπτήρα. Κατόπιν έβγαλε το σακάκι και το πέταξε όσο πιο κοντά προς το κρεβάτι του.
Με μία κίνηση άναψε το τσακμάκι και μετά από μερικές δυνατές ρουφηξιές, άναψε το πούρο. Η πρώτη εκπνοή εκτός από τον καπνό που άφησε προς τον ουρανό, άλλαξε και την μορφή του προσώπου του. Μία πληρότητα που είχε καιρό να αισθανθεί, καθρεφτίστηκε πάνω του. Στην επόμενη τζούρα που έπαιρνε αργά, κοίταξε τον ουρανό και προσπάθησε να εστιάσει στα αστέρια. Ναι, ήταν τόσο όμορφο το σκηνικό και τόσο γαλήνια η έκφρασή του! Εκείνη τη τζούρα θα ήθελε να την κρατήσει για πάντα, αν το αστρονομικορομαντικό του θέαμα δεν διέκοπτε η θέαση μίας νυχτερίδας που πλησίαζε κατά μήκος του μπαλκονιού. "Τι στο καλό, τόσο ψηλά" σκέφτηκε και αιφνιδιαστικά εξέπνευσε τον καπνό που σε τέλειο συγχρονισμό έφτιαξε ένα μεγαλωπό και μακρόστενο σύννεφο που η νυχτερίδα έσκισε με τα φτερά της, παίρνοντας για εκείνα τα δευτερόλεπτα ένα γκρι χρώμα. Η νυχτερίδα συνέχισε το άστατο και τυχαίο ταξίδι της και εκείνος συνεπαρμένος από το θέαμά της, έμεινε για λίγο ακίνητος.
Θυμήθηκε πώς και σε εκείνον άρεσε να μπερδεύει το πρόσωπό του στα μακριά ξανθά μαλλιά της. Δεν του άρεσε μόνο η αίσθηση του να χάνεται εκεί, αλλά και οι μυρωδιές που ανάβλυζαν από το άρωμα και το λευκό της δέρμα. Όσο το κεφάλι του ήταν βυθισμένο εκεί, τα χέρια του ψηλάφιζαν αργά και απολαυστικά το σατέν της μισοφόρι (combinaison), μία αίσθηση που ήταν αρκετή για να ξυπνήσει κάθε πρόστυχο ένστικτο που έκρυβε πίσω από το ευγενικό του πρόσωπο. Όταν την έκανε δική του, ήθελε πάντα να φοράει λιγοστά ρούχα για να μπερδεύει τα χέρια και τις αισθήσεις του ανάμεσα στο γυμνό και το απαγορευμένο με μία αναλογία που υπάκουε σε μία εξίσωση που μόνο αυτός ήξερε τις μεταβλητές της.
Το πούρο είχε πλέον μικρύνει πολύ και το μπλε μπουκαλάκι είχε αδειάσει από ώρα. Ένιωσε τα πόδια του να τρέμουν από την κούραση και προσπάθησε να αναλογιστεί τι είχε βιώσει μέσα στη μέρα. "Δεν πληρώνομαι αρκετά για όλο αυτό" σκέφτηκε και χαμογέλασε στον εαυτό του με κλειστό στόμα. Ήξερε ότι έφτανε στο τέλος του ταξιδιού του και παρά τις δυσκολίες, τις δοκιμασίες και τις προκλήσεις, είχε καταφέρει να μείνει πιστός στις αξίες και τις υποσχέσεις του. Γαμώτο δικαιούνταν μετά από τόση ταλαιπωρία να χάσει τον έλεγχο για ένα βράδυ, έτσι δεν είναι;
Γύρισε την πλάτη του στο μπαλκόνι και κοιτούσε απ' έξω το δωμάτιο. Όχι. Μπορεί να παραπατούσε, αλλά δεν μέθυσε. Μπορεί να δοκιμάστηκε, αλλά δεν ενέδωσε. Μπορεί να δέχτηκε τόσες προκλήσεις, αλλά επέλεξε να επιστρέψει μόνος του στο ξενοδοχείο. Μόνος; Παρέα με τις αρχές, το μπλε μπουκαλάκι και το πούρο του. Α! Και τη νυχτερίδα του. Ένα αίσθημα ευφορίας και περηφάνιας τον κατέκλυσε. Ήταν μία μέρα πιο κοντά στην ολοκλήρωση της αποστολής του και ήταν ακόμα ο ίδιος.
Μπήκε στο δωμάτιο, έκλεισε την μπαλκονόπορτα πίσω του και έφερε τη μεγάλη κουρτίνα ξανά μπροστά κρύβοντας τα αδιάκριτα φώτα. Έβγαλε τα ρούχα του και καθώς άγγιξε το κρεβάτι, ξάπλωσε σταδιακά. Πρώτα γονάτισε κάνοντας για λίγα δευτερόλεπτα το σταυρό του και ψελλίζοντας κάτι ακαταλαβίστικο και ύστερα αφέθηκε απαλά στο κρεβάτι. Γύρισε προς το πλάι που κοιτούσε στο μπαλκόνι, προσπαθώντας να διακρίνει κάποιο από τα φώτα ή τη σιλουέτα της νυχτερίδας, που όμως η χοντρή κουρτίνα δεν θα άφηνε να φανούν. Και όσο προσπαθούσε, αποκοιμήθηκε.
Λίγο ακόμα. Yanni Spiridakis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προβληματίστηκες; σχολίασε το