σύντομες ιστορίες στα όρια της φαντασίας & του ρεαλισμού χωρίς (κανονικό) τέλος
Μια φορά σε έναν καιρό στο +yannidakis
Αφού τράβηξε βιαστικά το χειρόφρενο, έσβησε την μηχανή του αυτοκινήτου και κοίταξε αγχωτικά το ρολόι του. Ήταν περασμένες έντεκα και ήξερε πως μία ακόμα υπόσχεση είχε αθετηθεί. Βγήκε από το αυτοκίνητο ψάχνοντας άγαρμπα τα κλειδιά της εξώπορτας. Ήταν μετρίου αναστήματος, περιποιημένος στο ντύσιμο, όχι όμως και στο σώμα που ήταν εμφανώς κουρασμένο και ταλαιπωρημένο.
Όταν ανέβηκε τα σκαλιά βρήκε την γυναίκα του να έχει αποκοιμηθεί στον καναπέ και γύρω της ένα χάος από πεταμένα βιβλία και άπλυτα πιάτα στο τραπέζι. Έβγαλε αργά τα παπούτσια του και πέρασε από τα δωμάτια των παιδιών του. Τα κοίταξε και αμέσως το άγχος εξαφανίστηκε δίνοντας στο πρόσωπό του μία γαλήνη. Ύστερα μπήκε βαριεστημένα στην μπανιέρα για το βραδινό του μπάνιο.
Σε λίγα λεπτά βρισκόταν και πάλι έξω απ’ την τουαλέτα όπου τον περίμενε ξύπνια αυτή τη φορά η γυναίκα του.
- “Αυτή ήταν η ξεχωριστή βραδιά ταινίας που θα μας χάριζες”; ειρωνεύτηκε η γυναίκα του. Εκείνος εμφανώς απογοητευμένος απάντησε με δυσκολία:
- “Λες να ήταν αυτό που ήθελα; Αυτό που σχεδίαζα; Έπρεπε να στείλω όλες τις προσφορές απόψε διαφορετικά θα μας απέκλειαν. Νομίζεις ότι είχα επιλογή”;
- “Αυτό Γιώργο να το πεις στον γιο σου. Εγώ είμαι πολύ κουρασμένη και συνηθισμένη να καλύπτω και τους δυο μας. Καληνύχτα” είπε κοφτά και πήγε στο υπνοδωμάτιο.
Η ζωή του Γιώργου και της Ελένης δεν θα ήταν διαφορετική και το επόμενο διάστημα όπου ο πρώτος αναγκαζόταν να εργάζεται πολλές ώρες για να παίρνει εκτός από τον μισθό του και το επίδομα αποδοτικότητας που τόσο ανάγκη είχε για να καλύπτει τα έξοδα της οικογένειάς του. Αντίθετα η Ελένη ήταν η μητέρα, η νοικοκυρά, η υπεύθυνη για οτιδήποτε στο νοικοκυριό. Και τα κατάφερνε δίνοντας τα πάντα κάθε μέρα ώσπου το βράδυ ήταν πάντοτε εξουθενωμένη, ίσως όχι από την σωματική καταπόνηση τόσο, όσο από την κοινωνική και ψυχολογική απομόνωση.
Ακόμα και για τα ψώνια της εβδομάδας έπρεπε να καταβάλει υπερπροσπάθεια ώστε να μαζί με τα παιδιά να κουβαλάει και τα ψώνια έως το σπίτι. Εκείνη την ημέρα πάντως τα ψώνια προσπερνούσαν κάθε σωματική της αντοχή. Δεν θα μπορούσε να τα σηκώσει και αυτό φαινόταν στο απεγνωσμένο ύφος της.
- “Να σας βοηθήσω έως το αμάξι σας”; είπε ευγενικά ένας κύριος καθώς ήδη είχε σηκώσει δυο μισοπεσμένες τσάντες.
- “Εεε... Βασικά, μην ανησυχείτε θα τα καταφέρω. Μένω λίγο παρακάτω” απάντησε με δυσκολία.
- “Δηλαδή δεν έχετε καν αυτοκίνητο; Παρακαλώ, δώστε μου μερικές τσάντες ακόμα κι εγώ εδώ κοντά είμαι. Δεν είναι κόπος να σας συνοδεύσω".
Η Ελένη του χαμογέλασε, όμως πραγματικά ήταν σαν βοήθεια εξ ουρανού που δεν μπορούσε να αρνηθεί κι έτσι μοιράστηκες τις τσάντες της μαζί του. Αυτός, αφού έκανε μερικά αστεία στα παιδιά της, ακολούθησε προς το σπίτι που ήταν μερικά τετράγωνα παραπέρα.
- “Σας ευχαριστώ πολύ. Πραγματικά είστε ευγενέστατος” είπε τυπικά.
- “Μα δεν έκανα και τίποτα. Ας πούμε ότι κάναμε παρέα μια βόλτα! Άλλωστε χαρά μου να συνοδεύω μία τόσο όμορφη κυρία. Η αλήθεια είναι ότι δείχνετε πολύ κουρασμένη. Ο άντρας σας αν και πολύ τυχερός που σας έχει, μάλλον που δεν σας φροντίζει όσο πρέπει” σχολίασε χαμογελώντας.
- “Είναι που δουλεύει πολλές ώρες κι έτσι κάπως πρέπει να τα μοιραζόμαστε” απάντησε με δυσκολία.
- “Χμ... λίγο άδικη μου ακούγεται εμένα αυτή η μοιρασιά. Μάλλον που είστε εσείς η ριγμένη της υπόθεσης. Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία” έκλεισε τη συζήτηση και έφυγε με ένα ευγενικό χαμόγελο αφήνοντας την να τον κοιτάζει σχεδόν με θαυμασμό καθώς αυτός χανόταν στο κατώφλι της αυλόπορτας.
Μία εβδομάδα αργότερα, περίπου την ίδια ώρα η Ελένη βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο ξανά με τον άγνωστο κύριο και του χαμογέλασε αναγνωρίζοντάς τον. “Α! Είστε η όμορφη κυρία με τα πολλά βάρη” φώναξε ενθουσιασμένος! “Μα καλά; Αυτά τα παιδιά δεν παίζουν ποτέ”; ρώτησε σκύβοντας προς το μέρος τους. “Τι θα λέγατε να πάμε σε έναν κοντινό παιδότοπο για να πιω ένα καφεδάκι με τη μαμά σας”;
- “Ναι!” φώναξαν τα δύο μικρά παιδάκια, κάνοντας και τη μαμά τους να χαμογελάσει αμήχανα.
- “Φυσικά, αφού πάμε τα ψώνια στο σπίτι” διόρθωσε με σοβαρότητα.
Πράγματι, σε λίγη ώρα όλοι μαζί είχαν μεταβεί σε έναν παιδότοπο όπου τα παιδιά έπαιζαν με χαρά και κι εκείνος έπινε τον καφέ του με τη νέα του φίλη.
- “Ξέρεις, σε σκεφτόμουν αυτές τις μέρες. Είσαι πολύ όμορφη και νέα για να ταλαιπωρείσαι τόσο πολύ. Καταλαβαίνω πόσο δύσκολες είναι οι συνθήκες για να δουλεύει ο άντρας σου τόσο πολύ, οπότε σκέφτηκα πως ίσως θα μπορούσες να τον βοηθήσεις κι εσύ λίγο. Δηλαδή έχω κάτι για σένα”.
- “Σαν τι, δηλαδή; Έχω να δουλέψω αρκετά χρόνια και δεν ξέρω...” απάντησε διστακτικά, μέχρι που εκείνος την διέκοψε.
“...μην ανησυχείς. Αύριο. Φόρεσε ότι καλύτερο έχεις και έλα λίγο πιο κάτω απ’ το σπίτι σου. Θα σε περιμένω. Θα πάμε μία βόλτα μόνο. Να μην ανησυχείς για τίποτα. Θα λείψουμε μια ωρίτσα, ίσα για να σου δείξω περί τίνος πρόκειται” εξήγησε πειστικά.
Την επόμενη μέρα η Ελένη επιστράτευσε τη μητέρα της για να προσέχει τα παιδιά όσο θα κοιμούνται και έστειλε μήνυμα στον άντρα της ότι θα βγει με μια φίλη της. Είχε άγχος και αβεβαιότητα αλλά κάτι μέσα της έλεγε πως αν δεν ρίσκαρε τώρα, θα το μετάνιωνε για πάντα, άλλωστε ο νέος της συνοδός φαινόταν πολύ φερέγγυος.
Πράγματι, εκείνο το βράδυ την περίμενε με ένα υπερπολυτελές αυτοκίνητο, ντυμένος με ακριβό κουστούμι. “Είσαι πραγματικά πανέμορφη” της είπε κοιτάζοντας την.
- “Είχα να το φορέσω πολύ καιρό. Δεν ήξερα καν αν μου κάνει” απάντησε αμήχανα κοιτάζοντας τα ρούχα της. Ήταν ένα σατέν χρυσαφί φόρεμα με επένδυση δαντέλας.
Σε λίγη ώρα έφτασαν σε ένα ιδιαίτερο μαγαζί έξω απ’ την πόλη. Διέθετε παρκαδόρο και άνθρωπο στην υποδοχή που τους καλωσόρισε με κάθε επισημότητα. Μπαίνοντας στο εστιατόριο-μπαρ διέκρινε κανείς πολύ καλοντυμένα άτομα και παρέες που καθόντουσαν σε εντυπωσιακά τραπέζια με πλούσια μενού και ακριβά σερβίτσια.
Η Ελένη έδειξε πολύ εντυπωσιασμένη και ο συνοδός της το κατάλαβε. “Μην ξεχνάς πως ήρθαμε για δουλειά εδώ” ανέφερε με φιλικό αλλά και σοβαρό ύφος. “Πρόσεξε λοιπόν τι κάνουμε εδώ. Κάποια από τα άτομα αυτά ανήκουν στο γραφείο μου. Ουσιαστικά συνοδεύουν ανθρώπους ή παρέες που είναι όλοι εκτός πόλης και έρχονται εδώ για δουλειά. Σε αυτό το μέρος κλείνονται σημαντικές επιχειρηματικές συμφωνίες και πολλές φορές χρειάζονται άνθρωποι που απλά θα χαλαρώσουν το κλίμα. Δεν μιλάω μόνο για κοπέλες. Να, κοίτα τον νεαρό εκεί. Είναι ο Σπύρος. Συνοδεύει την κυρία δίπλα του που είναι κόρη ενός διάσημου επιχειρηματία. Την έστειλε εδώ για να κλείσει μια συμφωνία και συνήθως μία συνοδεία αυξάνει την αυτοπεποίθηση του επιχειρηματία. Αυτό που κάνουμε εδώ είναι πολύ σοβαρό, έτσι δεν θα δεις κάποιον να προσβάλει τον συνοδό του με λέξεις ή πράξεις. Οπότε αν πάει το μυαλό σου σε κάτι άσχημο, μην ανησυχείς. Επίσης λόγω της επιφανούς θέσεις τους, απαιτούν όλοι απόλυτη φερεγγυότητα και μυστικότητα, ότι φαντάζομαι θέλεις κι εσύ”. Οι δυο τους έμειναν για λίγο πίνοντας λίγο κρασί κι ύστερα αποχώρησαν. Λίγο πριν φτάσουν σπίτι, της είπε: “Στην αρχή πληρώνεσαι με την ώρα. Σήμερα κέρδισες αυτά για τον χρόνο σου” βγάζοντας διακόσια ευρώ που της έδωσε. “Δεν απαντάς ακόμα. Θα κάνουμε άλλη μια τέτοια βόλτα, αύριο-μεθαύριο, όποτε θέλεις. Την δεύτερη φορά είναι που απαντάω σε ερωτήσεις. Μετά, θα αποφασίσεις αν σε ενδιαφέρει. Το μόνο που μπορώ να σου πω, είναι πως μπορείς να βγάζεις και χίλια ευρώ σε ένα βράδυ”! Ύστερα από αυτό και αφού πήρε μία κάρτα του, αποχώρησε από το αμάξι, αρκετά προβληματισμένη. ‘χίλια ευρώ για λίγη παρέα’; σκέφτηκε και γύρισε σπίτι, πριν καν να έχει γυρίσει ο άντρας της!
Η επόμενη φορά δεν άργησε να έρθει και το ίδιο σκηνικό επαναλήφτηκε. Με το αυτοκίνητό του την παρέλαβε και μαζί έφτασαν στο ίδιο μέρος, έκατσαν στο ίδιο τραπέζι παρακολουθώντας τους υπαλλήλους του και συζητώντας για διάφορες λεπτομέρειες. “Είσαι πολύ έξυπνη και ευχάριστη. Δε χρειάζεται να πούμε πολλά για το αν τα καταφέρεις” της είπε κοιτώντας την βαθιά στα μάτια.
- “Αλήθεια, πως με διάλεξες”; είπε λίγο πιο αναθαρρυμένη.
- “Σοβαρά με ρωτάς; Είσαι πανέμορφη, έξυπνη και ευχάριστη. Ο καθένας μπορεί να μείνει έκθαμβος στην παρουσία σου, αρκεί να ξέρει να κοιτάξει... Ύστερα, κατάλαβα πως υπάρχει οικονομική ανάγκη. Γιατί να μην βοηθήσω”; απάντησε με σιγουριά.
Μετά από λίγη ώρα συζητήσεων αποχώρησαν ξανά. “Τώρα ήρθε η ώρα που μου απαντάς” της είπε μέσα στο αυτοκίνητο. και αφού είχε απαντήσει σε όλες τις διευκρινιστικές ερωτήσεις της.
- “Είπαμε ότι αν το θελήσω μπορώ να σταματήσω, σωστά”;
- “Σωστά”.
- “Δέχομαι” απάντησε.
- “Όταν έχω δουλειά για σένα, θα σε πάρω τηλέφωνο. Στο μεταξύ πάρε αυτά και κάνε ψώνια” της είπες δίνοντας της ένα χαρτονόμισμα των πεντακοσίων ευρώ. “Μία τελευταία συμβουλή. Το πρώτο δίμηνο κρύψε το από τον άντρα σου. Βγάλε μερικά λεφτά για σένα. Το αξίζεις. Μετά, κάνε ότι θέλεις. Άλλωστε στόχος σου είναι να βοηθήσεις οικονομικά. Αλλά στην αρχή απόλαυσε το”. Εκείνη του χαμογέλασε και έφυγε.
Λίγες μέρες μετά, χτύπησε το τηλέφωνο. Ο πρώτος της πελάτης ήταν ομοφυλόφιλος που όμως έπρεπε να κρύψει τις προτιμήσεις του. Η πιο εύκολη δουλειά για την Ελένη! Σε τρεις ώρες έβγαλε πεντακόσια ευρώ!!! Ο ίδιος πελάτης την ζήτησε για δυο-τρεις φορές ακόμα, με τα έσοδα να είναι αντίστοιχα.
Το διάστημα των δύο μηνών τελείωσε, όμως η Ελένη ήταν τόσο ενθουσιασμένη που μέσα σε αυτό είχε βγάλει περισσότερα από τρεις χιλιάδες ευρώ που συμφώνησε με τον εαυτό της να κρατήσει κι άλλο το μυστικό της βοηθώντας όμως παράλληλα την ευημερία της οικογένειας της. Όλα αυτά την ίδια ώρα που ο άντρας της εργαζόταν για ατελείωτες ώρες χωρίς καν να προσεγγίσει το ίδιο εισόδημα...
Μπορεί να ήταν απών, όμως δεν σημαίνει πως δεν διαπίστωσε τελικά τις αλλαγές που υπήρχαν στο σπίτι του. Η γυναίκα του έλειπε συχνά, τα παιδιά είχαν καινούρια ρούχα, παιχνίδια, δραστηριότητες. Βαθιά μέσα του όμως αισθανόταν τύψεις για την απουσία του κι έτσι ντρεπόταν να ρωτήσει αν είχε συμβεί κάτι. Το μόνο που έκανε, ήταν να υποπτεύεται. Έτσι κι αλλιώς δεν βλεπόταν συχνά με τη γυναίκα ή τα παιδιά του.
Αυτή η κατάσταση έπρεπε να φτάσει σε ένα τέλος. Ο Γιώργος ένιωθε να χάνει την οικογένεια του, ένιωθε πως δεν ήταν αρκετός για να καλύψει όχι μόνο τις οικονομικές της ανάγκες αλλά και όλα αυτά που ένας πατέρας ή ένας σύζυγος θα έπρεπε να προσφέρει. Δεν ήταν διατεθειμένος να ρισκάρει την καλή του θέση στην δουλειά του, θα έκανε τα πάντα όμως για να πολεμήσει για να διατηρήσει το σπίτι του. Το βασικότερο στοιχείο που είχε για να ξεκινήσει την αντεπίθεσή του ήταν μία συμπτωματική ανωμαλία στην ρουτίνα του.
Ένα από τα βράδια που είχε λάβει μήνυμα ότι η Ελένη θα ήταν στην φίλη της την Γεωργία, αποφάσισε να της κάνει έκπληξη και να πάει να την πάρει. Μάλιστα μπήκε από την εξώπορτα και χτύπησε το κουδούνι του διαμερίσματος, όταν μετά από καθυστέρηση άνοιξε την πόρτα ο άντρας της Γεωργίας: "Γεια σου Γιώργο! Τώρα σχόλασες; Ε... ήρθες για την Ελένη, ε; Ε... να, αυτές βγήκαν για λίγο και μάλλον η Γεωργία θα τη φέρει σπίτι" είπε λες και διάβαζε απόσπασμα από δοκίμιο. Ο Γιώργος απλά του έγνεψε χωρίς καν να του απαντήσει και γύρισε σπίτι.
Το περιστατικό δεν τον είχε πείσει. Ίσως ήταν εκείνος καχύποπτος, όμως αισθανόταν πως το κακό του προαίσθημα δεν ήταν τυχαίο. Την επόμενη μέρα λοιπόν, μίλησε στον Τάκη που ήταν κλητήρας στην εταιρεία, πολύ καλός φίλος του Γιώργου και λάτρης της συνωμοσίας! Ο Γιώργος του εξήγησε ότι θέλει να μάθει που πάει η γυναίκα του τα βράδια που λείπει και μπορεί να ντρεπόταν μέσα του, όμως ήξερε πως έπρεπε να το κάνει.
Πράγματι, ο Τάκης ήταν εκεί για τον φίλο του αλλά και για να δοκιμάσει τις δυνατότητες του, όμως η πρώτη του προσπάθεια δεν καρποφόρησε. Το ακριβό αυτοκίνητο του συνοδού της Ελένης ήταν δύσκολο να παρακολουθηθεί, όμως όταν μετά από 1-2 ραντεβού εκείνη έφυγε με ταξί, ο Τάκης είχε βρει το εύκολο θύμα! Μπόρεσε με ευκολία να παρακολουθήσει το ταξί και να φτάσει στο μέρος όπου γίνονταν οι συναντήσεις. Ο Τάκης δοκίμασε να εισέλθει στον χώρο, όμως το μέτριο ντύσιμο του, ανάγκασε τον υπάλληλο της υποδοχής να τον ρωτήσει: "Έχετε κάνει κράτηση"; Ο Τάκης κατάλαβε ότι δεν είχε θέσει στον χώρο αυτό, όμως πρόλαβε να δει ότι χρειαζόταν κι έτσι απλά απάντησε κοφτά στον υπάλληλο πως είχε κάνει λάθος...
Την επόμενη μέρα ο Γιώργος ήταν ενήμερος για όλα και έτσι ήταν πιο εύκολο να καταστρώσει τα σχέδια του. Αρχικά, έδωσε μία εβδομάδα περιθώριο στις... δράσεις του ώστε να μην δώσει καμία αφορμή του τι είχε στο μυαλό του.
Μέσα σε αυτήν την εβδομάδα η Ελένη έλειψε μία φορά. Ήταν ένα ραντεβού με τον υπεύθυνο πωλήσεων του ομίλου Έρογλου -γνωστό για την κυριαρχία του στην αγορά ηλεκτρικών ειδών- ο οποίος θα συναντιόταν με έναν μεγάλο εισαγωγέα ηλεκτρονικών ειδών για να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να επικρατήσουν στην αγορά.
- "Είσαι η Ελένη; Είμαι ο Αντώνης" είπε ο εκπρόσωπος του Έρογλου, ένας πολύ ψηλός και πολύ περιποιημένος εμφανίσιμος άντρας γύρω στα τριάντα. "Είναι κάτι που χρειάζεται να σου πω"; Συνέχισε.
- "Όχι-όχι κύριε Αντώνη. Έχω μάθει τα πάντα στον φάκελο και είμαι έτοιμη" απάντησε με ευκρινή επαγγελματισμό εκείνη.
- "Ας πούμε πρώτα ένα ποτό. Ας μην περιμένουμε στο τραπέζι λες και τους έχουμε ανάγκη. Να χαλαρώσουμε και λίγο" πρότεινε φιλικά εκείνος.
Κι έτσι έγινε. Στην αρχή οι δυο τους μιλούσαν με άσχετη θεματολογία για να σπάσει ο πάγος, όμως σύντομα ο Αντώνης άρχισε να την προσεγγίζει ερωτικά με εκείνη να είναι προετοιμασμένη πως ίσως κάποτε να συνέβαινε αυτό και να ξέρει πως πρέπει να αντιδράσει ψύχραιμα και διακριτικά.
Μετά από ώρα και αφού τελικά το ραντεβού ολοκληρώθηκε, ο Αντώνης ζήτησε από την Ελένη να μείνει για ένα ακόμα ποτό, το οποίο όμως εκείνη αρνήθηκε αφήνοντας τον Αντώνη δυσαρεστημένο. "Ξέρεις ότι η συμφωνία που κάνουμε με τον εργοδότη σου αναφέρει πως είσαι διαθέσιμη ως τις δύο τη νύχτα. Είναι μόλις έντεκα κι εσύ θέλεις να φύγεις; Αυτό ίσως προκαλέσει πρόβλημα στον εργοδότη σου" της εξήγησε απειλητικά, μη αφήνοντάς της περιθώρια να αρνηθεί εκ νέου.
Το ένα ποτό έγινε δεύτερο και όταν και αυτό τελείωσε, ο Αντώνης επέμενε να γυρίσει εκείνος σπίτι την Ελένη, η οποία επίσης είχε προετοιμαστεί για ένα τέτοιο ενδεχόμενο με την ασφάλεια της επιφάνειας των πελατών, οπότε αναγκαστικά δέχτηκε.
Κατά την διαδρομή όμως, ο Αντώνης άρχισε να πιέζει ερωτικά την Ελένη η οποία του φώναξε πως αυτό που έκανε ήταν εκτός σύμβασης. Ο Αντώνης συνέχισε και με μία πολύ άκομψη χειρονομία τράβηξε προς τα κάτω το στράπλες φόρεμα της Ελένης αφήνοντας ακάλυπτο το πλούσιο στήθος της. Ακαριαία εκείνη τον χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο, αναγκάζοντάς τον να ανασκουμπωθεί.
Κάπως έτσι, η εβδομάδα που ο Γιώργος είχε δώσει σαν περιθώριο, ολοκληρώθηκε χωρίς όμως να πάει καθόλου χαμένη εκ μέρους του. Τις ημέρες που η Ελένη δεν δούλευε, ο Γιώργος πήγαινε στο εστιατόριο και έπινε μερικά ποτά φροντίζοντας να παρατηρεί τα πάντα και να μιλάει με τους σωστούς ανθρώπους. Σε αυτό βοήθησε και ο Τάκης που είχε ταλέντο σε τέτοιες ιδιαίτερες καταστάσεις!
Τελικά ο Γιώργος ήταν έτοιμος να ανοίξει το επόμενο χαρτί του. Και θα το έκανε. Ήταν πλέον σίγουρος πως η γυναίκα του ήταν πόρνη πολυτελείας και αν μεγάλες εταιρείες είχαν πρόσβαση στον εργοδότη της, τότε σίγουρα θα μπορούσε να έχει και αυτός, ως εργαζόμενος σε μία από αυτές. Το επόμενο πρωί λοιπόν, έφτασε στον εργοδότη του όπου και του μίλησε όσο πιο διακριτικά γινόταν.
- "Γιώργο πρέπει να σου εξηγήσω κάτι. Εδώ έχουμε υπαλλήλους που είναι ελεύθεροι και έχουν μοναδικό στόχο να ανεβαίνουν βαθμίδες στην εταιρεία και παντρεμένους που είτε είναι ικανοποιημένοι με ότι έχουν ή προσπαθούν να ανταγωνιστούν τους ελεύθερους. Υπάρχει όμως μία δικλείδα Γιώργο. Αν βάλουμε σε κίνδυνο την οικογενειακή μας γαλήνη, επηρεάζεται πρώτα η απόδοσή μας στην δουλειά. Για εμάς είσαι σημαντικός εδώ, αλλά όχι αναντικατάστατος. Αν η απόδοση σου πέσει, αυτό θα έχει αντίκτυπο στην θέση σου εδώ. Και εγώ δεν είμαι αχάριστος. Ξέρω πόσα βράδια έμεινες εδώ για να ετοιμάσεις εκθέσεις και προσφορές. Θεωρώ πως είναι σειρά μου να σε βοηθήσω. Θα κάνω αυτό που χρειάζεσαι" του είπε σε μία συζήτηση τόσο ειλικρινής που εξέπληξε τον Γιώργο.
- "Σας ευχαριστώ πάρα πολύ" απάντησε γεμάτος ευγνωμοσύνη.
Σε μερικές μέρες η Ελένη έφτανε και πάλι στο εστιατόριο σε μία βραδιά ρουτίνας για εκείνη όπου θα ήταν η συνοδός ενός επιχειρηματία με πλαστικά ο οποίος θα συναντούσε έναν ανταγωνιστή του για να μιλήσουν για τους όρους μιας πιθανής εξαγοράς. Η Ελένη έφτασε χωρίς ο συνοδός της να είναι παρόν, οπότε περίμενε στο τραπέζι πίνοντας λίγο νερό.
Λίγα λεπτά αργότερα ένας άντρας πλησίασε το τραπέζι ντυμένος στην προβλεπόμενη επίσημη ενδυμασία του εστιατορίου αλλά και του χαρακτήρα των συναντήσεων αυτών.
- "Γιώργο; Τι κάνεις εσύ εδώ"; ρώτησε έκπληκτη και κατακόκκινη αντικρίζοντας τον άντρα της!
- "Είμαι... πελάτης" απάντησε με περισσή ψυχραιμία.
- "Πρέπει να σου εξηγήσω" είπε με τρεμάμενη φωνή.
- "Ναι, πρέπει. Κι εσύ κι εγώ. Ο ένας να εξηγήσει στον άλλο. Και να μην σηκωθούμε από αυτό το τραπέζι αν πρώτα δεν ξεκαθαρίσουμε τα πάντα και βρούμε λύσεις για τα πάντα" δήλωσε με αυτοπεποίθηση.
Η Ελένη έγνεψε θετικά σκύβοντας ελαφρώς το κεφάλι της.
Η συζήτηση αυτή δεν θα ήταν εύκολη. Μετά από ώρες το εστιατόριο άδειασε, κάποια φώτα έκλεισαν και κάποια στιγμή, σταμάτησε και η μουσική. Έως τότε, οι συζητήσεις, οι χειρονομίες, τα νευρικά πρόσωπα, είχαν δώσει την θέση τους σε χαμόγελα σε έντονα κοιτάγματα με ερωτικό περιεχόμενο και σε ένα ασυνήθιστο χαλαρό κλίμα.
σχόλια; αντιρρήσεις; ερωτήσεις;
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ