Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΜΗΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΜΗΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 22 Μαΐου 2024

σε ουδέτερο έδαφος

Καληνωρίσματα επισκέπτες και αναγνώστες.
Τα βήματα μέχρι το λόμπι του ξενοδοχείου, φάνταζαν σαν έναν τερματισμό μαραθωνίου. Ένιωθε τα μάτια του να γυρίζουν σαν τους αριθμούς και τα σύμβολα στον κουλοχέρι, με τη διαφορά πως ήξερες πως δεν είχε να περιμένει κανένα τζακ ποτ. 

Όταν τελικά έφτασε, στάθηκε μπροστά στον υπάλληλο της υποδοχής, πήρε μια βαθιά ανάσα και ψέλλισε τον αριθμό του δωματίου του. Κατά την εκπνοή της ανάσας, άφησε ένα "...παρακαλώ" που είναι αμφίβολο αν ο υπάλληλος το άκουσε. Αφού τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, με ένα ίχνος απέχθειας και με μία στάλα οίκτο για την κατάσταση του, γύρισε για να πάρει το μαγνητικό κλειδί και το παρέδωσε στον πελάτη συνοδεύοντάς το με ένα ψυχρά τυπικό "ορίστε, καλό βράδυ".

Έγνεψε τυπικά για να ευχαριστήσει, χωρίς να μπορεί να εστιάσει ακριβώς στο πρόσωπο του υπαλλήλου και γύρισε προς τον ανελκυστήρα που εμπειρικά οδήγησε με δυσκολία τα βήματά του. Όταν μπήκε στο θάλαμο, ένιωσε τον έντονο φωτισμό να τον ενοχλεί και μάλλον να τον δυσκολεύει να βρει το κουμπί με το νούμερο 4 το οποίο θα ήταν και ο προορισμός του. Όταν τελικά το πάτησε, έκλεισε τα μάτια και στάθηκε όρθιος μπροστά στον φωτεινό καθρέφτη.
Τα μαλλιά του ήταν κοντοκουρεμένα μα ανάκατα από το σημερινό αεράκι, ενώ το σακάκι του ήταν αρκετά ζαρωμένο. Η γραβάτα του είχε πλέον χαλαρώσει αρκετά ώστε να δείχνει αρκετά χρήσιμη για να τον περισώσει από την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει. Ξυρισμένος, με ελάχιστες ρυτίδες και απαλό δέρμα χωρίς μαύρους κύκλους που εύκολα θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν λόγω της κατάστασής του, προσπαθούσε να κρατήσει το στόμα του κλειστό κι έτσι το μόνο που φαινόταν ήταν τα υγρά του χείλη.

Ξαφνικά ένα καμπανάκι ακούστηκε και η πόρτα άνοιξε. Μάζεψε όση δύναμη μπορούσε και άρχισε να περπατάει τον μακρύ διάδρομο με το μπορντό χαλί με το μουντό ζεστό φωτισμό. Ανά δύο δωμάτια ήταν κρεμασμένος ένας μικρός πίνακας ζωγραφικής από αυτούς που δεν ξέρεις αν είναι μουτζούρες κάποιου wannabe καλλιτέχνη ή αντίγραφα σε σμίκρυνση από πίνακες του Picasso.
Εννοείται ότι εκείνος δεν πρόσεχε τίποτα από αυτά και με δυσκολία είδε ένα ζευγάρι που τον προσπέρασε ανάμεσα σε γέλια, αγκαλιές και χαμουρεύματα που προμήνυαν ένα καυτό και απολαυστικό βράδυ.

Όταν τελικά έφτασε έξω από την πόρτα, σήκωσε το μαγνητικό κλειδί και το πασάλειψε στην μεταλλική υποδοχή μέχρι να πετύχει την επαφή που θα μετέτρεπε το κόκκινο λαμπάκι που βρισκόταν στο πλάι, σε πράσινο. Η πόρτα άνοιξε κι εκείνος έβαλε το κλειδί σε μία υποδοχή μετά από τρεις ή τέσσερις ανεπιτυχείς προσπάθειες, για να ηλεκτροδοτήσει το δωμάτιο.

Πλησίασε την καρέκλα που βρισκόταν στο ξύλινο γραφείο και σωριάστηκε απελευθερώνοντας το κεφάλι του το οποίο λόγω της βαρύτητας, κρεμάστηκε απότομα προς τα πίσω. Αφού ένιωσε μία πρώτη τόνωση στα άκρα του, άνοιξε τα μάτια, σηκώθηκε και έφτασε ως το νιπτήρα της τουαλέτας που άνοιξε για να τρέξει άφθονο νερό. Έσκυψε το κεφάλι του βρέχοντας εκτός από το πρόσωπο και τα μαλλιά, το πάνω μέρος από τα ρούχα του, χωρίς όμως να δείχνει να ενοχλείται. Αντίθετα -λίγο μετά- έκλεισε τη βρύση και άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης να σπάσει τη μονότονη ησυχία του δωματίου.

Με τα νερά να στάζουν από τα μαλλιά και το πρόσωπο, κατευθύνθηκε προς το μπαλκόνι, όπου έσυρε την κουρτίνα, για να αποκαλυφθεί ο έναστρος ουρανός και σκόρπια χρώματα νέον από τις διάσπαρτες ταμπέλες των απέναντι κτιρίων. Γύρισε προς το δωμάτιο και έβλεπε τις αντανακλάσεις στους τοίχους σαν σε ένα ξέφρενο party ενός night club. Πλησίασε το mini bar και χωρίς να το πολυσκεφτεί άρπαξε το πρώτο μπουκαλάκι που βρήκε μπροστά του. Ήταν ένα τζιν μέσα σε μπλε γυαλί που ταίριαζε με το πουκάμισο που φορούσε νωρίτερα.

Αυτή τη φορά έφτασε στο μπαλκόνι ανοίγοντας την πόρτα και βγήκε έξω. Η ησυχία έδωσε τη θέση της σε κόρνες, γρυλίσματα μηχανών και εξατμίσεων και σκόρπιες φωνές από γυναικείες -κυρίως- φωνές από περαστικούς που έδειχναν να διασκεδάζουν χωρίς να ενδιαφέρονται για την περασμένη ώρα.

Άνοιξε το μπλε μπουκαλάκι και ήπιε μία πρώτη γουλιά σφίγγοντας τους μύες του προσώπου του σα να τον ενοχλούσε αυτό που μόλις είχε γευτεί, όμως αφού το κατάπιε άφησε έναν αναστεναγμό απόλαυσης. Αφού κοιτούσε προς τα κάτω για ώρα, έκανε μία κίνηση με το χέρι του για να πιάσει από την εσωτερική τσέπη στο σακάκι του ένα σκούρο πούρο και έναν αναπτήρα. Κατόπιν έβγαλε το σακάκι και το πέταξε όσο πιο κοντά προς το κρεβάτι του.


Με μία κίνηση άναψε το τσακμάκι και μετά από μερικές δυνατές ρουφηξιές, άναψε το πούρο. Η πρώτη εκπνοή εκτός από τον καπνό που άφησε προς τον ουρανό, άλλαξε και την μορφή του προσώπου του. Μία πληρότητα που είχε καιρό να αισθανθεί, καθρεφτίστηκε πάνω του. Στην επόμενη τζούρα που έπαιρνε αργά, κοίταξε τον ουρανό και προσπάθησε να εστιάσει στα αστέρια. Ναι, ήταν τόσο όμορφο το σκηνικό και τόσο γαλήνια η έκφρασή του! Εκείνη τη τζούρα θα ήθελε να την κρατήσει για πάντα, αν το αστρονομικορομαντικό του θέαμα δεν διέκοπτε η θέαση μίας νυχτερίδας που πλησίαζε κατά μήκος του μπαλκονιού. "Τι στο καλό, τόσο ψηλά" σκέφτηκε και αιφνιδιαστικά εξέπνευσε τον καπνό που σε τέλειο συγχρονισμό έφτιαξε ένα μεγαλωπό και μακρόστενο σύννεφο που η νυχτερίδα έσκισε με τα φτερά της, παίρνοντας για εκείνα τα δευτερόλεπτα ένα γκρι χρώμα. Η νυχτερίδα συνέχισε το άστατο και τυχαίο ταξίδι της και εκείνος συνεπαρμένος από το θέαμά της, έμεινε για λίγο ακίνητος.

Θυμήθηκε πώς και σε εκείνον άρεσε να μπερδεύει το πρόσωπό του στα μακριά ξανθά μαλλιά της. Δεν του άρεσε μόνο η αίσθηση του να χάνεται εκεί, αλλά και οι μυρωδιές που ανάβλυζαν από το άρωμα και το λευκό της δέρμα. Όσο το κεφάλι του ήταν βυθισμένο εκεί, τα χέρια του ψηλάφιζαν αργά και απολαυστικά το σατέν της μισοφόρι (combinaison), μία αίσθηση που ήταν αρκετή για να ξυπνήσει κάθε πρόστυχο ένστικτο που έκρυβε πίσω από το ευγενικό του πρόσωπο. Όταν την έκανε δική του, ήθελε πάντα να φοράει λιγοστά ρούχα για να μπερδεύει τα χέρια και τις αισθήσεις του ανάμεσα στο γυμνό και το απαγορευμένο με μία αναλογία που υπάκουε σε μία εξίσωση που μόνο αυτός ήξερε τις μεταβλητές της.

Το πούρο είχε πλέον μικρύνει πολύ και το μπλε μπουκαλάκι είχε αδειάσει από ώρα. Ένιωσε τα πόδια του να τρέμουν από την κούραση και προσπάθησε να αναλογιστεί τι είχε βιώσει μέσα στη μέρα. "Δεν πληρώνομαι αρκετά για όλο αυτό" σκέφτηκε και χαμογέλασε στον εαυτό του με κλειστό στόμα. Ήξερε ότι έφτανε στο τέλος του ταξιδιού του και παρά τις δυσκολίες, τις δοκιμασίες και τις προκλήσεις, είχε καταφέρει να μείνει πιστός στις αξίες και τις υποσχέσεις του. Γαμώτο δικαιούνταν μετά από τόση ταλαιπωρία να χάσει τον έλεγχο για ένα βράδυ, έτσι δεν είναι;

Γύρισε την πλάτη του στο μπαλκόνι και κοιτούσε απ' έξω το δωμάτιο. Όχι. Μπορεί να παραπατούσε, αλλά δεν μέθυσε. Μπορεί να δοκιμάστηκε, αλλά δεν ενέδωσε. Μπορεί να δέχτηκε τόσες προκλήσεις, αλλά επέλεξε να επιστρέψει μόνος του στο ξενοδοχείο. Μόνος; Παρέα με τις αρχές, το μπλε μπουκαλάκι και το πούρο του. Α! Και τη νυχτερίδα του. Ένα αίσθημα ευφορίας και περηφάνιας τον κατέκλυσε. Ήταν μία μέρα πιο κοντά στην ολοκλήρωση της αποστολής του και ήταν ακόμα ο ίδιος.

Μπήκε στο δωμάτιο, έκλεισε την μπαλκονόπορτα πίσω του και έφερε τη μεγάλη κουρτίνα ξανά μπροστά κρύβοντας τα αδιάκριτα φώτα. Έβγαλε τα ρούχα του και καθώς άγγιξε το κρεβάτι, ξάπλωσε σταδιακά. Πρώτα γονάτισε κάνοντας για λίγα δευτερόλεπτα το σταυρό του και ψελλίζοντας κάτι ακαταλαβίστικο και ύστερα αφέθηκε απαλά στο κρεβάτι. Γύρισε προς το πλάι που κοιτούσε στο μπαλκόνι, προσπαθώντας να διακρίνει κάποιο από τα φώτα ή τη σιλουέτα της νυχτερίδας, που όμως η χοντρή κουρτίνα δεν θα άφηνε να φανούν. Και όσο προσπαθούσε, αποκοιμήθηκε.

Λίγο ακόμα. Yanni Spiridakis

σχόλια; αντιρρήσεις; ερωτήσεις;
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ



 Διαβάστε περισσότερα.. »

Κυριακή 25 Απριλίου 2021

διήγημα ~ η κατάρα των τερματικών σταθμών

Καληνωρίσματα επισκέπτες και αναγνώστες.
Το παρακάτω διήγημα είναι η συμμετοχή μου στο διαγωνισμό διηγήματος 2021 που διοργανώνει το ianos.gr

Η πόρτα του αυτοκινήτου έκλεισε κι εκείνος κρατώντας την χειραποσκευή του, ήταν και πάλι εκεί, έξω από την αίθουσα αναχωρήσεων. Έντεκα χρόνια μετά, στο σημείο που όλα αρχίζουν, όλοι αλλάζουν σελίδα ή... κάποια ολοκληρώνονται.

Μια τελευταία αγκαλιά, αυτήν που δίνεις σφίγγοντας δυνατά την πλάτη του άλλου ελπίζοντας το σημάδι να μείνει εκεί για τα επόμενα έντεκα χρόνια που ίσως χρειαστούν για να τον ξαναδείς. Λίγα δάκρυα που κυλούν λερώνοντας το πέτο του πουκαμίσου, ευχόμενος να αφήσει έναν λεκέ που θα θυμίζει και αυτόν τον αποχωρισμό. Και ύστερα βήματα. Ανάποδα βήματα γιατί μέχρι το σημείο ελέγχου των διαβατηρίων δεν θέλεις να χάσεις από τα μάτια σου ούτε ένα δευτερόλεπτο.

Και τώρα, το σημείο που είσαι μόνος. Από την έξοδο μέχρι το αεροπλάνο. Μία γκρίζα ζώνη με το εισιτήριο ανά χείρας μέσα στην οποία δεν είσαι πολίτης καμίας χώρας, δεν ανήκεις σε καμία φυλή, καμία πατρίδα, καμία οικογένεια. Εκεί που είσαι ξένος μεταξύ αγνώστων και το μόνο που σου θυμίζει την όποια υπόσταση σου, είναι οι αναμνήσεις. Αυτές πέρασαν από μπροστά του στα τελευταία βήματα πριν την επιβίβαση.

"Καλώς ήρθατε", ακούστηκε η ευγενική αεροσυνοδός στην είσοδο του αεροσκάφους κι εκείνος της χαμογέλασε τεντώνοντας τα χείλη με υπερπροσπάθεια. Έσκυψε και προχώρησε ως την θέση του, χαρίζοντας ένα δεύτερο τυπικό χαμόγελο στην κοπέλα που έτυχε να ταξιδεύει δίπλα του. 

Λίγο αφού έβαλε την ζώνη, έμεινε σκυφτός και βυθισμένος στις σκέψεις του αρχίζοντας ξανά να αναλύει την κατάρα των τερματικών σταθμών της ζωής του. Τα χέρια του ήταν φανερά ιδρωμένα και το πρόσωπο του κόκκινο από τα έως τώρα δάκρυα που πρόχειρα είχε σκουπίσει νωρίτερα.

"Πρώτη σας φορά σε αεροπλάνο"; ακούστηκε μια διακριτική φωνή από την κοπέλα δίπλα. Τι ειρωνεία! Ποιος θα του έλεγε πως μετά από εικοσιπέντε χρόνια ταξιδιών θα λάμβανε ποτέ μια τέτοια ερώτηση. Δεν ήθελε όμως να δείξει αγένεια κι έτσι αποκρίθηκε με έναν τόνο ελαφρώς υψηλότερο του ψιθύρου που ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να προφέρει:
"Κάθε ταξίδι είναι πάντα πρώτο και τελευταίο. Όσο ίδιος κι αν είναι ο σκοπός, υπάρχουν πάντα παράγοντες που το διαφοροποιούν από τα προηγούμενα" ολοκλήρωσε ανακουφισμένος.
"Δεν έχετε άδικο. Παράγοντες όπως τον συνεπιβάτη σου στην διπλανή θέση κάθε φορά" ανταπάντησε η κοπέλα, ενώ εκείνος της χαμογέλασε τυπικά γυρνώντας ελαφρώς το κεφάλι προς τα εκείνη για να μην δείξει αποστροφή θέλοντας όμως να δείξει ότι ήθελε η κουβέντα να ολοκληρωθεί εδώ.

Λίγο μετά την απογείωση, ήταν η κοπέλα αυτή τη φορά φανερά σφιγμένη. "Δεν θα ξεπεράσω ποτέ τον φόβο μου για τις απογειώσεις. Εσείς; Έχετε παρόμοια φοβία"; Ήταν η τελευταία του ευκαιρία για να αφεθεί στην νέα του παρέα ή να χαθεί για πάντα στην αιώνια προσωπική του κατάρα των τερματικών σταθμών.

σχόλια; αντιρρήσεις; ερωτήσεις;
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ



 Διαβάστε περισσότερα.. »

Τετάρτη 10 Απριλίου 2019

ΜΥΘΟΣ ~ στα χαλάσματα του ονείρου

σύντομες ιστορίες φαντασίας & ρεαλισμού χωρίς (κανονικό) τέλος

Η βροχή έπεφτε καταρρακτωδώς. Το χώμα είχε μετατραπεί από ώρα σε λάσπη και ακόμα και στα ελάχιστα σημεία που έβλεπες την ερημωμένη άσφαλτο, οι νερόλακκοι είχαν σκεπάσει καθετί που θα μπορούσε να μοιάζει σαν δείγμα του πολιτισμού που μέχρι πριν λίγο καιρό εξαπλωνόταν στο ίδιο ακριβώς σημείο.

Ένα έκτακτο σύννεφο καπνού άρχισε να αραιώνει για να φανεί το ταλαιπωρημένο πρόσωπο του. Ήταν αξύριστος, όμως δεν ήταν μόνο οι τρίχες που κάλυπταν την μέχρι χθες αφράτη επιδερμίδα του. Οι λάσπες βρίσκονταν σκόρπιες σε κάθε σημείο του δέρματος και των ρούχων του, κάτι που δεν έδειχνε διόλου να τον ενοχλεί, όχι όσο τα βρεγμένα πόδια του.

Ρούφηξε άλλη μία άγαρμπη τζούρα και φύσηξε τον καπνό ευχόμενος να βρει λίγη ζεστασιά μέσα από αυτόν. Κρύωνε, όμως τα βρεγμένα πόδια του είχαν κυριεύσει ολόκληρο το σώμα του που σχεδόν άρχισε να τρέμει.
- “Κοίτα αυτούς”, είπε σε εκείνον ένας γεροδεμένος και ψηλός τύπος. “Δεν πρόκειται να κρυώσουν ξανά, δεν νομίζω καν να τους λείψει ξανά η απόλαυση του τσιγάρου. Δεν θα νιώσουν τις κάλτσες τους βρεγμένες, ούτε θα ανησυχήσουν για το αν πρέπει να παραμείνουν σκυφτοί στο εξής. Πιστεύεις ότι είναι πιο τυχεροί από μας”; ρώτησε κοιτώντας σε ένα άσχετο σημείο.

Ο στρατιώτης κοίταξε γύρω του. Νεκρά πτώματα περιλουσμένα από λάσπες και αίμα που είχε ήδη ξεπλυθεί. Αν δε, σήκωνε το βλέμμα πιο ψηλά, τα πτώματα ήταν αμέτρητα. Ως εκεί που έφτανε το μάτι.
- “Κι εμείς κάπως έτσι θα είμαστε ως το βράδυ αρχηγέ” απάντησε ψιθυριστά εκείνος.
- “Γιατί το λες λοχία; Ως τώρα μια χαρά την έχουμε βγάλει. Λίγες γρατσουνιές και καμπόση λάσπη. Είναι αυτός λόγος να μiξοκλαίμε”; Ο… αρχηγός ίσως δεν πίστευε ότι έλεγε αφού μάλλον ειρωνευόταν. Ολοκληρώνοντας την φράση του, γονάτισε στο λασπωμένο έδαφος και έκλαψε αθόρυβα για λίγο. Αν δεν τον ήξερες ίσως να μην το καταλάβαινες καν, αφού η βροχή γινόταν ένα με τα δάκρυα. Δευτερόλεπτα μετά, σήκωσε το κεφάλι κοιτώντας τον λοχία του και συνέχισε: “Είναι πάλι και ο λόγος που θέλεις να μείνεις ζωντανός. Θέλεις έτσι; Έχεις λόγο να μείνεις ζωντανός”; ρώτησε σα να εκλιπαρούσε να ακούσει μια πειστική απάντηση από τον συνομιλητή του.

Ο λοχίας -που μόλις είχε σβήσει το τσιγάρο του- αρχικά τον κοίταξε και ύστερα αραδιασμένος όπως ήταν πίσω από ένα τοιχίο που ίσως κάποτε να ήταν φράχτης, αφέθηκε ακόμα περισσότερο, με τα πόδια του να βουτάνε ολόκληρα μέσα στον βούρκο που είχε σχηματίσει η λάσπη και χαμήλωσε το βλέμμα.

- “Ξέρεις από αγάπη, αρχηγέ”; είπε κάπως δυνατά, αλλά συνέχισε τόσο σιγανά που μόνο αυτός και οι σκέψεις του θα μπορούσαν να τον ακούσουν. “Αυτό που όλοι λένε ότι ξέρουν, όμως κανείς δεν καταλαβαίνει. Αυτό που όταν οι σφαίρες πέφτουν βροχή εσύ κοιτάς το ρολόι σου ελπίζοντας ότι κάπου εκεί πίσω, εκείνη δεν αμέλησε να φάει το πρωινό της πριν φύγει για την δουλειά. Αυτό που ίσως χρειάζεται να βουλιάξουμε στην λάσπη για να μην φαινόμαστε ζωντανοί όταν περνάει έφοδος του εχθρού, όμως το μυαλό σου είναι εκεί πίσω και ανησυχείς αν θα βραχεί μέχρι να γυρίσει σπίτι επειδή ο χειμώνας φέτος είναι βαρύς. Αυτό που κάθε βράδυ που ευχόμαστε να ξυπνήσουμε ζωντανοί, εσύ αναρωτιέσαι αν επιτρέπει σε άλλο ζευγάρι μάτια να την κοιτάζουν ή ακόμα να της μιλούν προκαλώντας την”. Ήταν φανερό πως τώρα τα χέρια του έτρεμαν για τα καλά, όμως εκείνος συνέχισε να κοιτάζει το γκρίζο άπειρο και να μονολογεί:
Ξέρεις από αγάπη αρχηγέ; Να ετοιμάζεσαι να τα δώσεις όλα στην μάχη, όχι απλά για να σώσεις τον εαυτό σου, αλλά και τον συνάδελφο σου, όμως το μυαλό σου να χάνεται στα κόκκινα χείλη που ίσως κάποιος άλλος βλέπει αυτή τη στιγμή, στα ρούχα που εσύ της αγόρασες για να απολαμβάνεις όταν είσαι μαζί της, όμως τώρα μπορεί να τα βλέπει ο οποιοσδήποτε”. Το τρέμουλο μεταφέρθηκε στα χείλη του, παρόλαυτα εκείνος συνέχισε:
Φοβάμαι αρχηγέ. Φοβάμαι πως δεν θα θελήσει ποτέ να μάθει αν λερώθηκα στο πεδίο μάχης, δεν θα θέλει ποτέ να δώσει σημασία στην προσπάθεια μου. Θα της αρκεί να ξέρει πως είμαι ζωντανός”.

Ο φίλος του έγειρε προς το μέρος του και αφού τον έπιασε σφιχτά στο ύψος του ώμου, τον διέκοψε:
- “Καμιά φορά δεν αρκεί λοχία μου η προσπάθεια. Αν γυρίσεις ζωντανός σημαίνει ότι δεν προσπάθησες αρκετά. Έτσι θα σκεφτεί. Έτσι θα σκεφτούν”.
- “Όχι, δεν μπορεί να είναι αλήθεια αυτό” ανταπάντησε αναστατωμένος ο λοχίας. “Αφού προσπαθώ. Κάνω ότι μπορώ. Μπορεί να μην είμαι σπουδαίος πολεμιστής και να κάνω πολλά λάθη, όμως είμαι εδώ και ακόμα προσπαθώ. Γιατί δεν είναι αρκετό αυτό”; συνέχισε απολογητικά.
- “Γιατί δεν κερδίσαμε τον πόλεμο λοχία. Αν είσαι ακόμα ζωντανός και δεν έχουμε κερδίσει τον πόλεμο λοχία, σημαίνει πως δεν προσπάθησες αρκετά. Τ’ ακούς λοχία; Εσύ φταις που υπάρχουν αυτές οι… εκκρεμότητες εκεί απέναντι. Εσύ φταις για όλα. Κι αν δεν καταφέρεις να κάνεις ευτυχισμένη εκείνη που αγαπάς, εσύ θα φταις. Γιατί μπορεί να σου είπαν άλλα, όμως εσύ φταις για όλα. Αν πίστεψες πως έχεις την ευθύνη μόνο για ότι αφορά εσένα, έκανες λάθος. Έδειξες αδύναμος και ελλιπής. Αν γυρίσεις ζωντανός χωρίς να έχουμε κερδίσει τον πόλεμο θα ξέρεις πως δεν έχεις προσπαθήσει αρκετά. Θα πρέπει να ξεχάσεις τα κόκκινα χείλη λοχία. Να ξεχάσεις τα όμορφα ρούχα και τα όνειρα αγάπης και ευτυχίας, λοχία” ολοκλήρωσε όντας σε παραλήρημα.

Ο λοχίας έμεινε σκεπτικός με τα μάτια του να είναι έτοιμα να εκραγούν. Ένιωθε πως δεν είχε άλλο νόημα να προσπαθήσει. Μια δύναμη μέσα του τον ωθούσε να σηκωθεί και να περπατήσει καταμεσής του δρόμου προς την κατεύθυνση του εχθρού, έτοιμος να δεχτεί μία, εκατό ή και χίλιες σφαίρες. Δεν θα είχε σημασία. Και ενώ η δύναμη αυτή μεγάλωνε μέσα του και οι βασανισμένοι μύες του ήταν έτοιμοι να δραστηριοποιηθούν ανασηκώνοντας το κορμί του, ξαφνικά κρατήθηκε και είπε σφίγγοντας δόντια του:
- “Λυπάμαι, αλλά δεν έχεις ιδέα για ποια μιλάμε. Δεν ξέρεις πως είναι αυτή η αγάπη. Κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει. Αν μπορούσε μόνο για μια στιγμή να με κοιτάξει μέσα από κάποιο γυάλινο παράθυρο θα έβλεπε ότι ίσως δεν είμαι τέλειος, ίσως δεν έχω κάνει τα πάντα με τον σωστό τρόπο, όμως κάθε λεπτό μου εδώ, με κάθε μου κίνηση, την τιμάω. Μπορεί να είμαι ζωντανός αρχηγέ και να μην έχουμε κερδίσει τον πόλεμο, όμως θα έβλεπε ότι έστω κι έτσι εγώ την τιμάω, θα έβλεπε την προσπάθεια μου, θα με κοιτούσε με εκείνο το βλέμμα κατανόησης και πόνου προς εμένα που την κάνει τόσο σπάνια και θα με κοιτούσε στα μάτια θυμίζοντας μου πως η λευκή επιταγή που μου έδωσε κάποτε ισχύει και πως εξακολουθεί να με πιστεύει”.

Σιωπή. Κανείς τους δεν ήθελε να συνεχίσει να μιλάει. Ο ένας δεν πίστευε λέξη απ’ ότι άκουγε και ο άλλος είχε ήδη αμφιβολίες αν όντως θα ήταν έτσι τα πράγματα, ακόμα και τόσο καιρό μετά ή η εικόνα της αγάπης που είχε, ο φάκελος του έρωτα που έζησε και το κουτί με το όνειρο μιας ευτυχισμένης ζωής, θα είχαν ανοίξει, ξεθωριάσει, εξασθενίσει, χαθεί.

Λίγα λεπτά μετά μια έκρηξη ακούστηκε στο βάθος. Ήξεραν πως το υποτυπώδες διάλειμμα τους τελείωνε. Ο εχθρός πλησίαζε. Ήξεραν πως ο πόλεμος δεν τελειώνει ποτέ εκεί. Πως υπάρχουν μόνο μικρές αναλαμπές ευτυχίας, ακόμα και μέσα στις λάσπες και ύστερα το φως γίνεται και πάλι μουντό. Και όπως πάντα δεν ήξεραν αν είχαν προλάβει να εκμεταλλευτούν σωστά τον χρόνο τους. Σαν όταν είχε μια ολόκληρη Κυριακή με εκείνη που πάσχιζε να ξέρει ότι φρόντισε να περάσουν καλά τόσο που τελικά το άγχος του ήταν μεγαλύτερο από την απόλαυση, τόσο που η Κυριακή τελείωνε.

Ξέρεις, όταν έφυγα από τα χέρια της για να έρθω εδώ, με είχε πείσει πως είμαι μοναδικός. Τώρα, τόσο καιρό μετά, βουτηγμένος στις λάσπες και την βρωμιά, ταλαιπωρημένος όσο όλοι, βλέπω πως δεν έχω καμία διαφορά από όλους τους υπόλοιπους, δεν είμαι παρά ένας ακόμα στρατιώτης” μονολόγησε καθώς η καρδιά του άρχισε να σφίγγεται και παράλληλα να χτυπά δυνατά προετοιμασμένος για ότι θα ακολουθούσε.
Οι εκρήξεις ακουγόντουσαν ολοένα και πιο κοντά και λίγο μετά άρχισαν να πέφτουν και οι πρώτες σφαίρες. “Πάρτε θέσεις” ακούστηκε από το βάθος του δρόμου και ο λοχίας, ο αρχηγός και όλοι όσοι ήταν ακόμα ζωντανοί και αρτιμελείς, σηκώθηκαν, όπλισαν και ετοιμάστηκαν να δώσουν άλλη μία μάχη. Ο καθένας για τον δικό του λόγο. Ο καθένας για την εκπλήρωση του δικού του ονείρου. Για κάποιους το όνειρο θα τελείωνε σήμερα. Τώρα.


 Διαβάστε περισσότερα.. »

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

ΜΥΘΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ~ το βαλς που αποδόμησε την ζωή του

σύντομες ιστορίες στα όρια της φαντασίας & του ρεαλισμού χωρίς (κανονικό) τέλος

Δεν είναι οι κόρνες από τα διερχόμενα αυτοκίνητα, ούτε οι φωνές από νέους που πρώτα πράττουν και μετά (μπορεί να) σκέφτονται. Δεν είναι τα βιαστικά βήματα από ακριβά δερμάτινα παπούτσια, ούτε τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια που ακούγονται από τα ηχεία της πόλης. Είναι αυτό το βούισμα που νιώθεις όταν κάτι μέσα σου σε καίει. Σε τρώει. Σε φθείρει. Ίσως κανείς άλλος δεν μπορεί να το ακούσει, γιατί αυτός ο εκκωφαντικός θόρυβος μπορεί να σε τρελάνει, μπορεί να σου στερήσει τον ύπνο και την ηρεμία σου.

Έτσι κι εκείνος. Καθισμένος στην άκρη του δρόμου οκλαδόν, σκεπασμένος ερμητικά με μια σκούρα κουβέρτα γεμάτη λεκέδες, κατέβασε τον άκομψο σκούφο του ως τα αυτιά και έγειρε το κεφάλι ξαπλώνοντας, μαζεύοντας και κρύβοντας το ποτηράκι που συχνά άφηνε μπροστά του μπας και μάζευε μερικά ψιλά για να αγοράσει λίγο ψωμί.

Όχι σήμερα. Σήμερα δεν το είχε ανάγκη. Δεν το ήθελε. Σήμερα απολάμβανε τον θόρυβο. Απολάμβανε το κρύο. Απολάμβανε την πείνα που σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα τον έκαναν να υποφέρει. Πως ξέρεις στα σίγουρα ότι είσαι άνθρωπος αν δεν υποφέρεις; Έριξε μια τελευταία ματιά εμπρός του παρατηρώντας τον όχλο να ικανοποιείται με τσάντες ακριβών καταστημάτων και αυτοκίνητα με φανταχτερά φανάρια και ύστερα έγειρε το κεφάλι χαμηλά.

Όταν έκλεισαν τα μάτια του, ο θόρυβος σταμάτησε. Δεν ακουγόταν τίποτα πια. Το κρύο δεν τρυπούσε τα κόκαλά του και θαρρείς πως το στομάχι του δεν ήταν γεμάτο μήτε αδειανό. Τότε σηκώθηκε μα δεν ήταν βαρύς όπως το τελευταίο διάστημα. Περπάτησε ως το τέλος του στενού κι εκεί ήταν εκείνη με ένα πρόσωπο που κανείς δεν μπορούσε να αναγνωρίσει. Ήταν η ζωή του; ήταν η αμαρτία του; ήταν το απωθημένο του; Το παρελθόν, το μέλλον, η ευτυχία, η καταδίκη του; Ούτε ο ίδιος μπορούσε πια να ξεχωρίσει.
"Ήρθε η ώρα να επιλέξεις" είπε με ψιθυριστή φωνή κι εκείνος έμεινε να την κοιτάζει προσπαθώντας να καταλάβει ποιες ήταν οι επιλογές του στον μονόδρομο που περπατούσε μια ζωή. 

Και τότε έστριψε τα μάτια του αριστερά και είδε τον εαυτό του. Ήταν έτοιμος να κατακτήσει τον κόσμο. Ο ουρανός ήταν το όριο. Σαν λιοντάρι που δεν λογίζει κινδύνους, έτρεχε κατασπαράζοντας την ζωή που μόνος του είχε αποκτήσει. Είδε ανθρώπους που ζούσαν από εκείνον και θυμήθηκε ότι πάντα έκανε το ίδιο λάθος. Μπέρδευε εκείνους που ζούσαν από εκείνον με εκείνους που ζούσαν για εκείνον. 


Τότε την κοίταξε πάλι, μα αυτή τη φορά ήταν όλα θολά απ' το πυκνό δάκρυ που είχε μπουκώσει στο μάτι πριν αυτό κυλήσει ως κάτω. Με δυσκολία, έγνεψε συγκαταβατικά και τότε μία μουσική αγγέλων ακούστηκε με τους δυο τους να αρχίζουν να χορεύουν ένα βαλς σε έναν άγνωστο ρυθμό. Καθώς ο χορός συνέχιζε εικόνες που περνούσαν από μπροστά του χάνονταν για πάντα. Η πρώτη φορά στο σχολείο και η πρώτη φορά στο αεροπλάνο. Η πρώτη φορά που ήταν περήφανος για τον εαυτό του και η πρώτη φορά που έβγαλε λεφτά. Η πρώτη φορά που ένιωσε σημαντικός και η πρώτη φορά που ένιωσε πόνο και απογοήτευση. Η πρώτη φορά που είδε τα σταυροδρόμια να γίνονται αδιέξοδα και η πρώτη φορά που χρειάστηκε να ψάξει στα σκουπίδια για να μην μείνει ξανά νηστικός. Σε κάθε στροφή του βαλς το καθένα χανόταν ώσπου στο τέλος δεν υπήρχε τίποτα. Καμία ανάμνηση, κανένα παρελθόν, τίποτα που να μπορεί να τον προβληματίσει πια.

Τότε ξαφνικά η μουσική σταμάτησε κι εκείνη έκανε ένα βήμα μακριά του, για να τον ρωτήσει με την ίδια ψιθυριστή φωνή.
"Τόλμησες";
"Νν... ναι", απάντησε ψελλίζοντας.
Εκείνη χαμογέλασε και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι δίπλα σε μία νυχτερίδα που λες και την συνόδευε την ακολούθησε, ενώ αυτός ένιωσε μια άγνωστη ανακούφιση στο ανάλαφρο πια σώμα του. Ύστερα το μόνο που φαινόταν ήταν ο φάρος από το κίτρινο μεγάλο αυτοκίνητο...  

σχόλια; αντιρρήσεις; ερωτήσεις;
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ
 Διαβάστε περισσότερα.. »

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ~ οι ένορκοι

Καληνωρίσματα από το +yannidakis 
Το παγωμένο πρωινό έκανε το κρύο να διαπερνάει το δέρμα και να φτάνει ως τα κόκκαλα και μια ψιλή βροχή έπεφτε καθώς βήματα πλατσούριζαν στις μικρές λιμνούλες πάνω στο πεζοδρόμιο. Σοβαρά κι ανέκφραστα τα πρόσωπα όλων που βιαστικά στριμωχνόντουσαν κάτω από τη σκέπη που υπήρχε στην μπροστινή πόρτα, η οποία ήταν ακόμα κλειστή κι ο φύλακας από πίσω έπινε ασυγκίνητος τον καφέ του. Το κτήριο υψωνόταν από πάνω τους σαν ένας θεόρατος καθεδρικός ναός με ένα κράμα αρχιτεκτονικής που συνδύαζε τη μεγάλη ροτόντα του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό πλαισιωμένη από αναρίθμητες κολώνες με κιονόκρανα Ιονικού ρυθμού που έστεκαν σαν κορνίζες ανάμεσα στα στενόμακρα παράθυρα. Στα αετώματα κάποια αγάλματα κλασικού Ρωμαϊκού ρυθμού κοιτούσαν χλωμά το αόριστο της γκρίζας μέρας. Και η χρυσή γυναίκα με τον υψωμένο δαυλό στο αριστερό και το κατεβασμένο σπαθί στο δεξί της χέρι ήταν σχεδόν κρυμμένη από την ομίχλη, εκεί ψηλά στο βάθρο της στην κορυφή του πράσινου τρούλου του κτηρίου. Κι ο συνωστισμός μπροστά από την πόρτα του δικαστηρίου όλο και πλήθαινε όπως και οι σταγόνες της βροχής.

Η πόρτα άνοιξε ακριβώς στις οκτώ και κάπου πενήντα άτομα στριμωχτήκαν να περάσουν από τον έλεγχο τύπου αεροδρομίου και κατόπιν άλλη αναμονή στο φαρδύ διάδρομο του δικαστηρίου. Με την απαλλαγή της ψύχρας από τις πλάτες τους τώρα, άρχισαν να ανταλλάζουν ματιές περιέργειας και μερικά πηγαδάκια συνομιλίας είχαν αρχίσει κυρίως από γυναίκες. Αφού πια όλοι είχαν περάσει από τον έλεγχο ο αστυνομικός τους οδήγησε στο δωμάτιο 404 όπου και ήταν ο χώρος συγκέντρωσης των νεοσύλλεκτων ενόρκων. Ήταν ένα παλιομοδίτικο δωμάτιο με μια άσχημη καφέ μοκέτα πιθανόν της δεκαετίας του εβδομήντα, γεμάτο από μεταλλικές καρέκλες και μερικά στρογγυλά τραπέζια εδώ κι εκεί. Τα μεγάλα παράθυρα ήταν πλαισιωμένα με χοντρά κάγκελα και η βροχερή μέρα τα έκανε να φαίνονται ακόμα πιο καταθλιπτικά και μέσα στο δωμάτιο οι λάμπες φθορίου έδιναν το ψυχρό τους φως. Όλοι τώρα είχαν καθίσει νευρικά στις καρέκλες και γύρω από τα τραπέζια και κοιτούσαν εκνευρισμένοι τα κινητά τους. Ήταν καθαρό ότι κανείς δεν ήθελε να είναι εκεί αυτό το παγερό πρωινό. Η υπάλληλος του δικαστηρίου έδωσε ένα καλωσόρισμα και τους ευχαρίστησε για τη συμμετοχή τους αν και ήταν φανερό πως δεν ήταν εθελοντική αλλά το καθήκον τους σαν πολίτες. Τους πληροφόρησε πως θα πρέπει να περιμένουν έως ότου οι δικαστές τους καλέσουν για την επιλογή τους.

Κι έτσι ξεκίνησε μια ατελείωτη αναμονή, ξένοι ανάμεσα σε ξένους, όλοι εκεί ένα δείγμα της κοινωνίας, νέοι και μεσήλικοι, άσπροι και μαύροι, Ασιάτες, πλούσιοι και φτωχοί. Η κοπέλα δίπλα στο παράθυρο έβγαζε το πουλόβερ της κι έφτιαχνε τα μαλλιά της με νευρικές κινήσεις. Ένας αξύριστος κακοντυμένος σαραντάρης την κοίταζε με ειρωνεία ενώ ο διπλανός κύριος με το κοστούμι φάνηκε ενοχλημένος από τις κινήσεις της. Κάποια παχιά κυρία άρχισε να εξιστορείται την περασμένη της εμπειρία και δυο νέες κοπέλες την άκουγαν με προσποιημένη προσοχή. Άλλος έβγαλε βιβλίο να διαβάσει κι άλλος είχε ανοίξει τον φορητό υπολογιστή του. Κάποιοι μασουλούσαν κι άλλοι είχαν κλειστά τα μάτια τους με την ελπίδα πως θα πάρουν ένα καθιστό ύπνο. Και μέσα στην αμηχανία του δωματίου οι ώρες κυλήσαν γι’ άλλους γρήγορα και γι’ άλλους απίστευτα αργά, ώσπου ήρθε η ώρα του μεσημεριανού, χωρίς κανείς τους να κληθεί σε δικαστική αίθουσα. Η υπάλληλος τους είπε πως είχαν μια ώρα για μεσημεριανό και ήταν ελεύθεροι να βγουν έξω ή να χρησιμοποιήσουν το κυλικείο του δικαστηρίου.

Πολλοί έφυγαν αμέσως λες και κάποιος τους είχε χαρίσει αναπάντεχα την ελευθερία μέσα από εκείνη την αποπνικτική φυλακή. Άλλοι πάλι αποφάσισαν να μείνουν και να περπατήσουν τους διαδρόμους του μεγάλου δικαστηρίου που έμοιαζαν σαν λαβύρινθος. Μερικές πόρτες είχαν αριθμούς κι έγραφαν τα ονόματα των δικαστών, άλλες ήταν κλειστές χωρίς ετικέτα, και κάποιες είχαν ένα μικρό παράθυρο από χοντρό γυαλί. Μέσα σ’ αυτές μπορούσε να δει κανείς κρατούμενους να περιμένουν καθισμένοι σε πάγκους. Ξαφνικά στο βάθος του διαδρόμου ένας αστυνομικός φώναζε δυνατά στους επερχόμενους να παραμερίσουν στα δεξιά. Πίσω του δεμένη με χειροπέδες στα χέρια και στα πόδια έσερνε τα πόδια της μια χλωμή γυναίκα περίπου τριάντα χρονών με κόκκινα μαλλιά ντυμένη σε μια πορτοκαλί φόρμα. Τα γκρίζα μάτια της ήταν θολά και κοιτούσαν μπροστά αλλά θαρρείς πως δεν έβλεπαν τίποτα. Στο λαιμό της είχε ένα μπλε τατουάζ και τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε κότσο. Για μια στιγμή μόνο μια απόλυτη σιωπή έπεσε στον πολυσύχναστο διάδρομο και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο μεταλλικός ήχος της αλυσίδας που έσερνε η γυναίκα με τα πόδια της. Το σκηνικό έκλεισε με τη γυναίκα αστυνόμο που την ακολουθούσε με το γκλομπ στο χέρι. Μια θλιβερή σκηνή που έκανε πολλούς να ανατριχιάσουν αλλά ξαφνικά έδωσε μια δόση πραγματικότητας σ’ αυτούς που είχαν έρθει να υπηρετήσουν ως ένορκοι. Ίσως τελικά αυτό το καθήκον δεν ήταν μια καταναγκαστική αγγαρεία, αλλά είχε κάποιο αληθινό σκοπό από τον οποίο ανθρώπινες ζωές κρεμόντουσαν… +Niko Spiridakis

σχόλια; αντιρρήσεις; ερωτήσεις;
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ
 Διαβάστε περισσότερα.. »

Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

ΜΥΘΟΣ ΙΟΥΝΙΟΥ ~ το τέλος (της ενότητας)

Καληνωρίσματα από το +yannidakis.
Ουσιαστικά σήμερα είναι επισήμως η τελευταία δημοσίευση της ενότητας των Μύθων που ουσιαστικά αποτελεί μία από τις παλαιότερες ενότητες της σελίδας. Ωστόσο διάφοροι παράγοντες συντέλεσαν ώστε από τον Ιούλιο η ενότητα να απενεργοποιηθεί, αφού το yannidakis αναδιαμορφώνεται πλήρως και οι Μύθοι δεν περιλαμβάνονται στην αναδιαμόρφωση αυτή.

Το πιο λογικό λοιπόν, θα ήταν να αποχαιρετίσω την ενότητα βάζοντας τα δυνατά μου για ένα ακόμα δυνατό σενάριο με τρόμο, ανατροπές, ερωτισμό και ανθρώπινες απώλειες. Μετά όμως σκέφτηκα πως ποιο σενάριο θα ήταν καλύτερο από όλα αυτά που έγραψα από τότε που ξεκίνησα την ενότητα, πίσω στον Γενάρη του 2007.

Έτσι λοιπόν αποφάσισα να χαιρετήσω την ενότητα δίνοντάς σας την δυνατότητα να διαβάσετε όλους τους Μύθους που πέρασαν από το yannidakis. Σε καθέναν από αυτόν υπάρχουν στοιχεία της ζωής μου, της φαντασίας μου, των φαντασιώσεών μου. Αυτά είναι ότι καλύτερο είχα να σας προσφέρω στην ενότητα αυτή και με αυτά θα χαιρετίσουμε την ενότητα αυτή.

Που ξέρετε; Ίσως τα ξαναπούμε μυθοπλαστικά, ας πούμε... στα βιβλιοπωλεία..+Yanni Spiridakis 

ΜΥΘΟΙ
 Διαβάστε περισσότερα.. »

Σάββατο 9 Μαΐου 2015

MYΘΟΣ ΜΑΙΟΥ ~ διέξοδο από αδιέξοδο

σύντομες ιστορίες στα όρια της φαντασίας & του ρεαλισμού χωρίς (κανονικό) τέλος

Μια φορά σε έναν καιρό στο +yannidakis
Αφού τράβηξε βιαστικά το χειρόφρενο, έσβησε την μηχανή του αυτοκινήτου και κοίταξε αγχωτικά το ρολόι του. Ήταν περασμένες έντεκα και ήξερε πως μία ακόμα υπόσχεση είχε αθετηθεί. Βγήκε από το αυτοκίνητο ψάχνοντας άγαρμπα τα κλειδιά της εξώπορτας. Ήταν μετρίου αναστήματος, περιποιημένος στο ντύσιμο, όχι όμως και στο σώμα που ήταν εμφανώς κουρασμένο και ταλαιπωρημένο.

Όταν ανέβηκε τα σκαλιά βρήκε την γυναίκα του να έχει αποκοιμηθεί στον καναπέ και γύρω της ένα χάος από πεταμένα βιβλία και άπλυτα πιάτα στο τραπέζι. Έβγαλε αργά τα παπούτσια του και πέρασε από τα δωμάτια των παιδιών του. Τα κοίταξε και αμέσως το άγχος εξαφανίστηκε δίνοντας στο πρόσωπό του μία γαλήνη. Ύστερα μπήκε βαριεστημένα στην μπανιέρα για το βραδινό του μπάνιο.

Σε λίγα λεπτά βρισκόταν και πάλι έξω απ’ την τουαλέτα όπου τον περίμενε ξύπνια αυτή τη φορά η γυναίκα του.
- “Αυτή ήταν η ξεχωριστή βραδιά ταινίας που θα μας χάριζες”; ειρωνεύτηκε η γυναίκα του. Εκείνος εμφανώς απογοητευμένος απάντησε με δυσκολία:
- “Λες να ήταν αυτό που ήθελα; Αυτό που σχεδίαζα; Έπρεπε να στείλω όλες τις προσφορές απόψε διαφορετικά θα μας απέκλειαν. Νομίζεις ότι είχα επιλογή”;
- “Αυτό Γιώργο να το πεις στον γιο σου. Εγώ είμαι πολύ κουρασμένη και συνηθισμένη να καλύπτω και τους δυο μας. Καληνύχτα” είπε κοφτά και πήγε στο υπνοδωμάτιο.

Η ζωή του Γιώργου και της Ελένης δεν θα ήταν διαφορετική και το επόμενο διάστημα όπου ο πρώτος αναγκαζόταν να εργάζεται πολλές ώρες για να παίρνει εκτός από τον μισθό του και το επίδομα αποδοτικότητας που τόσο ανάγκη είχε για να καλύπτει τα έξοδα της οικογένειάς του. Αντίθετα η Ελένη ήταν η μητέρα, η νοικοκυρά, η υπεύθυνη για οτιδήποτε στο νοικοκυριό. Και τα κατάφερνε δίνοντας τα πάντα κάθε μέρα ώσπου το βράδυ ήταν πάντοτε εξουθενωμένη, ίσως όχι από την σωματική καταπόνηση τόσο, όσο από την κοινωνική και ψυχολογική απομόνωση.

Ακόμα και για τα ψώνια της εβδομάδας έπρεπε να καταβάλει υπερπροσπάθεια ώστε να μαζί με τα παιδιά να κουβαλάει και τα ψώνια έως το σπίτι. Εκείνη την ημέρα πάντως τα ψώνια προσπερνούσαν κάθε σωματική της αντοχή. Δεν θα μπορούσε να τα σηκώσει και αυτό φαινόταν στο απεγνωσμένο ύφος της.
- “Να σας βοηθήσω έως το αμάξι σας”; είπε ευγενικά ένας κύριος καθώς ήδη είχε σηκώσει δυο μισοπεσμένες τσάντες.
- “Εεε... Βασικά, μην ανησυχείτε θα τα καταφέρω. Μένω λίγο παρακάτω” απάντησε με δυσκολία.
- “Δηλαδή δεν έχετε καν αυτοκίνητο; Παρακαλώ, δώστε μου μερικές τσάντες ακόμα κι εγώ εδώ κοντά είμαι. Δεν είναι κόπος να σας συνοδεύσω".

Η Ελένη του χαμογέλασε, όμως πραγματικά ήταν σαν βοήθεια εξ ουρανού που δεν μπορούσε να αρνηθεί κι έτσι μοιράστηκες τις τσάντες της μαζί του. Αυτός, αφού έκανε μερικά αστεία στα παιδιά της, ακολούθησε προς το σπίτι που ήταν μερικά τετράγωνα παραπέρα.
- “Σας ευχαριστώ πολύ. Πραγματικά είστε ευγενέστατος” είπε τυπικά.
- “Μα δεν έκανα και τίποτα. Ας πούμε ότι κάναμε παρέα μια βόλτα! Άλλωστε χαρά μου να συνοδεύω μία τόσο όμορφη κυρία. Η αλήθεια είναι ότι δείχνετε πολύ κουρασμένη. Ο άντρας σας αν και πολύ τυχερός που σας έχει, μάλλον που δεν σας φροντίζει όσο πρέπει” σχολίασε χαμογελώντας.
- “Είναι που δουλεύει πολλές ώρες κι έτσι κάπως πρέπει να τα μοιραζόμαστε” απάντησε με δυσκολία.
- “Χμ... λίγο άδικη μου ακούγεται εμένα αυτή η μοιρασιά. Μάλλον που είστε εσείς η ριγμένη της υπόθεσης. Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία” έκλεισε τη συζήτηση και έφυγε με ένα ευγενικό χαμόγελο αφήνοντας την να τον κοιτάζει σχεδόν με θαυμασμό καθώς αυτός χανόταν στο κατώφλι της αυλόπορτας.

Μία εβδομάδα αργότερα, περίπου την ίδια ώρα η Ελένη βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο ξανά με τον άγνωστο κύριο και του χαμογέλασε αναγνωρίζοντάς τον. “Α! Είστε η όμορφη κυρία με τα πολλά βάρη” φώναξε ενθουσιασμένος! “Μα καλά; Αυτά τα παιδιά δεν παίζουν ποτέ”; ρώτησε σκύβοντας προς το μέρος τους. “Τι θα λέγατε να πάμε σε έναν κοντινό παιδότοπο για να πιω ένα καφεδάκι με τη μαμά σας”;
- “Ναι!” φώναξαν τα δύο μικρά παιδάκια, κάνοντας και τη μαμά τους να χαμογελάσει αμήχανα.
- “Φυσικά, αφού πάμε τα ψώνια στο σπίτι” διόρθωσε με σοβαρότητα.
Πράγματι, σε λίγη ώρα όλοι μαζί είχαν μεταβεί σε έναν παιδότοπο όπου τα παιδιά έπαιζαν με χαρά και κι εκείνος έπινε τον καφέ του με τη νέα του φίλη.
- “Ξέρεις, σε σκεφτόμουν αυτές τις μέρες. Είσαι πολύ όμορφη και νέα για να ταλαιπωρείσαι τόσο πολύ. Καταλαβαίνω πόσο δύσκολες είναι οι συνθήκες για να δουλεύει ο άντρας σου τόσο πολύ, οπότε σκέφτηκα πως ίσως θα μπορούσες να τον βοηθήσεις κι εσύ λίγο. Δηλαδή έχω κάτι για σένα”.
- “Σαν τι, δηλαδή; Έχω να δουλέψω αρκετά χρόνια και δεν ξέρω...” απάντησε διστακτικά, μέχρι που εκείνος την διέκοψε.
...μην ανησυχείς. Αύριο. Φόρεσε ότι καλύτερο έχεις και έλα λίγο πιο κάτω απ’ το σπίτι σου. Θα σε περιμένω. Θα πάμε μία βόλτα μόνο. Να μην ανησυχείς για τίποτα. Θα λείψουμε μια ωρίτσα, ίσα για να σου δείξω περί τίνος πρόκειται” εξήγησε πειστικά.

Την επόμενη μέρα η Ελένη επιστράτευσε τη μητέρα της για να προσέχει τα παιδιά όσο θα κοιμούνται και έστειλε μήνυμα στον άντρα της ότι θα βγει με μια φίλη της. Είχε άγχος και αβεβαιότητα αλλά κάτι μέσα της έλεγε πως αν δεν ρίσκαρε τώρα, θα το μετάνιωνε για πάντα, άλλωστε ο νέος της συνοδός φαινόταν πολύ φερέγγυος.

Πράγματι, εκείνο το βράδυ την περίμενε με ένα υπερπολυτελές αυτοκίνητο, ντυμένος με ακριβό κουστούμι. “Είσαι πραγματικά πανέμορφη” της είπε κοιτάζοντας την.
- “Είχα να το φορέσω πολύ καιρό. Δεν ήξερα καν αν μου κάνει” απάντησε αμήχανα κοιτάζοντας τα ρούχα της. Ήταν ένα σατέν χρυσαφί φόρεμα με επένδυση δαντέλας.

Σε λίγη ώρα έφτασαν σε ένα ιδιαίτερο μαγαζί έξω απ’ την πόλη. Διέθετε παρκαδόρο και άνθρωπο στην υποδοχή που τους καλωσόρισε με κάθε επισημότητα. Μπαίνοντας στο εστιατόριο-μπαρ διέκρινε κανείς πολύ καλοντυμένα άτομα και παρέες που καθόντουσαν σε εντυπωσιακά τραπέζια με πλούσια μενού και ακριβά σερβίτσια.

Η Ελένη έδειξε πολύ εντυπωσιασμένη και ο συνοδός της το κατάλαβε. “Μην ξεχνάς πως ήρθαμε για δουλειά εδώ” ανέφερε με φιλικό αλλά και σοβαρό ύφος. “Πρόσεξε λοιπόν τι κάνουμε εδώ. Κάποια από τα άτομα αυτά ανήκουν στο γραφείο μου. Ουσιαστικά συνοδεύουν ανθρώπους ή παρέες που είναι όλοι εκτός πόλης και έρχονται εδώ για δουλειά. Σε αυτό το μέρος κλείνονται σημαντικές επιχειρηματικές συμφωνίες και πολλές φορές χρειάζονται άνθρωποι που απλά θα χαλαρώσουν το κλίμα. Δεν μιλάω μόνο για κοπέλες. Να, κοίτα τον νεαρό εκεί. Είναι ο Σπύρος. Συνοδεύει την κυρία δίπλα του που είναι κόρη ενός διάσημου επιχειρηματία. Την έστειλε εδώ για να κλείσει μια συμφωνία και συνήθως μία συνοδεία αυξάνει την αυτοπεποίθηση του επιχειρηματία. Αυτό που κάνουμε εδώ είναι πολύ σοβαρό, έτσι δεν θα δεις κάποιον να προσβάλει τον συνοδό του με λέξεις ή πράξεις. Οπότε αν πάει το μυαλό σου σε κάτι άσχημο, μην ανησυχείς. Επίσης λόγω της επιφανούς θέσεις τους, απαιτούν όλοι απόλυτη φερεγγυότητα και μυστικότητα, ότι φαντάζομαι θέλεις κι εσύ”. Οι δυο τους έμειναν για λίγο πίνοντας λίγο κρασί κι ύστερα αποχώρησαν. Λίγο πριν φτάσουν σπίτι, της είπε: “Στην αρχή πληρώνεσαι με την ώρα. Σήμερα κέρδισες αυτά για τον χρόνο σου” βγάζοντας διακόσια ευρώ που της έδωσε. “Δεν απαντάς ακόμα. Θα κάνουμε άλλη μια τέτοια βόλτα, αύριο-μεθαύριο, όποτε θέλεις. Την δεύτερη φορά είναι που απαντάω σε ερωτήσεις. Μετά, θα αποφασίσεις αν σε ενδιαφέρει. Το μόνο που μπορώ να σου πω, είναι πως μπορείς να βγάζεις και χίλια ευρώ σε ένα βράδυ”! Ύστερα από αυτό και αφού πήρε μία κάρτα του, αποχώρησε από το αμάξι, αρκετά προβληματισμένη. ‘χίλια ευρώ για λίγη παρέα’; σκέφτηκε και γύρισε σπίτι, πριν καν να έχει γυρίσει ο άντρας της!

Η επόμενη φορά δεν άργησε να έρθει και το ίδιο σκηνικό επαναλήφτηκε. Με το αυτοκίνητό του την παρέλαβε και μαζί έφτασαν στο ίδιο μέρος, έκατσαν στο ίδιο τραπέζι παρακολουθώντας τους υπαλλήλους του και συζητώντας για διάφορες λεπτομέρειες. “Είσαι πολύ έξυπνη και ευχάριστη. Δε χρειάζεται να πούμε πολλά για το αν τα καταφέρεις” της είπε κοιτώντας την βαθιά στα μάτια.
- “Αλήθεια, πως με διάλεξες”; είπε λίγο πιο αναθαρρυμένη.
- “Σοβαρά με ρωτάς; Είσαι πανέμορφη, έξυπνη και ευχάριστη. Ο καθένας μπορεί να μείνει έκθαμβος στην παρουσία σου, αρκεί να ξέρει να κοιτάξει... Ύστερα, κατάλαβα πως υπάρχει οικονομική ανάγκη. Γιατί να μην βοηθήσω”; απάντησε με σιγουριά.
Μετά από λίγη ώρα συζητήσεων αποχώρησαν ξανά. “Τώρα ήρθε η ώρα που μου απαντάς” της είπε μέσα στο αυτοκίνητο. και αφού είχε απαντήσει σε όλες τις διευκρινιστικές ερωτήσεις της.
- “Είπαμε ότι αν το θελήσω μπορώ να σταματήσω, σωστά”;
- “Σωστά”.
- “Δέχομαι” απάντησε.
- “Όταν έχω δουλειά για σένα, θα σε πάρω τηλέφωνο. Στο μεταξύ πάρε αυτά και κάνε ψώνια” της είπες δίνοντας της ένα χαρτονόμισμα των πεντακοσίων ευρώ. “Μία τελευταία συμβουλή. Το πρώτο δίμηνο κρύψε το από τον άντρα σου. Βγάλε μερικά λεφτά για σένα. Το αξίζεις. Μετά, κάνε ότι θέλεις. Άλλωστε στόχος σου είναι να βοηθήσεις οικονομικά. Αλλά στην αρχή απόλαυσε το”. Εκείνη του χαμογέλασε και έφυγε.

Λίγες μέρες μετά, χτύπησε το τηλέφωνο. Ο πρώτος της πελάτης ήταν ομοφυλόφιλος που όμως έπρεπε να κρύψει τις προτιμήσεις του. Η πιο εύκολη δουλειά για την Ελένη! Σε τρεις ώρες έβγαλε πεντακόσια ευρώ!!! Ο ίδιος πελάτης την ζήτησε για δυο-τρεις φορές ακόμα, με τα έσοδα να είναι αντίστοιχα.

Το διάστημα των δύο μηνών τελείωσε, όμως η Ελένη ήταν τόσο ενθουσιασμένη που μέσα σε αυτό είχε βγάλει περισσότερα από τρεις χιλιάδες ευρώ που συμφώνησε με τον εαυτό της να κρατήσει κι άλλο το μυστικό της βοηθώντας όμως παράλληλα την ευημερία της οικογένειας της. Όλα αυτά την ίδια ώρα που ο άντρας της εργαζόταν για ατελείωτες ώρες χωρίς καν να προσεγγίσει το ίδιο εισόδημα...

Μπορεί να ήταν απών, όμως δεν σημαίνει πως δεν διαπίστωσε τελικά τις αλλαγές που υπήρχαν στο σπίτι του. Η γυναίκα του έλειπε συχνά, τα παιδιά είχαν καινούρια ρούχα, παιχνίδια, δραστηριότητες. Βαθιά μέσα του όμως αισθανόταν τύψεις για την απουσία του κι έτσι ντρεπόταν να ρωτήσει αν είχε συμβεί κάτι. Το μόνο που έκανε, ήταν να υποπτεύεται. Έτσι κι αλλιώς δεν βλεπόταν συχνά με τη γυναίκα ή τα παιδιά του.

Αυτή η κατάσταση έπρεπε να φτάσει σε ένα τέλος. Ο Γιώργος ένιωθε να χάνει την οικογένεια του, ένιωθε πως δεν ήταν αρκετός για να καλύψει όχι μόνο τις οικονομικές της ανάγκες αλλά και όλα αυτά που ένας πατέρας ή ένας σύζυγος θα έπρεπε να προσφέρει. Δεν ήταν διατεθειμένος να ρισκάρει την καλή του θέση στην δουλειά του, θα έκανε τα πάντα όμως για να πολεμήσει για να διατηρήσει το σπίτι του. Το βασικότερο στοιχείο που είχε για να ξεκινήσει την αντεπίθεσή του ήταν μία συμπτωματική ανωμαλία στην ρουτίνα του.

Ένα από τα βράδια που είχε λάβει μήνυμα ότι η Ελένη θα ήταν στην φίλη της την Γεωργία, αποφάσισε να της κάνει έκπληξη και να πάει να την πάρει. Μάλιστα μπήκε από την εξώπορτα και χτύπησε το κουδούνι του διαμερίσματος, όταν μετά από καθυστέρηση άνοιξε την πόρτα ο άντρας της Γεωργίας: "Γεια σου Γιώργο! Τώρα σχόλασες; Ε... ήρθες για την Ελένη, ε; Ε... να, αυτές βγήκαν για λίγο και μάλλον η Γεωργία θα τη φέρει σπίτι" είπε λες και διάβαζε απόσπασμα από δοκίμιο. Ο Γιώργος απλά του έγνεψε χωρίς καν να του απαντήσει και γύρισε σπίτι.

Το περιστατικό δεν τον είχε πείσει. Ίσως ήταν εκείνος καχύποπτος, όμως αισθανόταν πως το κακό του προαίσθημα δεν ήταν τυχαίο. Την επόμενη μέρα λοιπόν, μίλησε στον Τάκη που ήταν κλητήρας στην εταιρεία, πολύ καλός φίλος του Γιώργου και λάτρης της συνωμοσίας! Ο Γιώργος του εξήγησε ότι θέλει να μάθει που πάει η γυναίκα του τα βράδια που λείπει και μπορεί να ντρεπόταν μέσα του, όμως ήξερε πως έπρεπε να το κάνει.

Πράγματι, ο Τάκης ήταν εκεί για τον φίλο του αλλά και για να δοκιμάσει τις δυνατότητες του, όμως η πρώτη του προσπάθεια δεν καρποφόρησε. Το ακριβό αυτοκίνητο του συνοδού της Ελένης ήταν δύσκολο να παρακολουθηθεί, όμως όταν μετά από 1-2 ραντεβού εκείνη έφυγε με ταξί, ο Τάκης είχε βρει το εύκολο θύμα! Μπόρεσε με ευκολία να παρακολουθήσει το ταξί και να φτάσει στο μέρος όπου γίνονταν οι συναντήσεις. Ο Τάκης δοκίμασε να εισέλθει στον χώρο, όμως το μέτριο ντύσιμο του, ανάγκασε τον υπάλληλο της υποδοχής να τον ρωτήσει: "Έχετε κάνει κράτηση"; Ο Τάκης κατάλαβε ότι δεν είχε θέσει στον χώρο αυτό, όμως πρόλαβε να δει ότι χρειαζόταν κι έτσι απλά απάντησε κοφτά στον υπάλληλο πως είχε κάνει λάθος...

Την επόμενη μέρα ο Γιώργος ήταν ενήμερος για όλα και έτσι ήταν πιο εύκολο να καταστρώσει τα σχέδια του. Αρχικά, έδωσε μία εβδομάδα περιθώριο στις... δράσεις του ώστε να μην δώσει καμία αφορμή του τι είχε στο μυαλό του.

Μέσα σε αυτήν την εβδομάδα η Ελένη έλειψε μία φορά. Ήταν ένα ραντεβού με τον υπεύθυνο πωλήσεων του ομίλου Έρογλου -γνωστό για την κυριαρχία του στην αγορά ηλεκτρικών ειδών- ο οποίος θα συναντιόταν με έναν μεγάλο εισαγωγέα ηλεκτρονικών ειδών για να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να επικρατήσουν στην αγορά.
- "Είσαι η Ελένη; Είμαι ο Αντώνης" είπε ο εκπρόσωπος του Έρογλου, ένας πολύ ψηλός και πολύ περιποιημένος εμφανίσιμος άντρας γύρω στα τριάντα. "Είναι κάτι που χρειάζεται να σου πω"; Συνέχισε.
- "Όχι-όχι κύριε Αντώνη. Έχω μάθει τα πάντα στον φάκελο και είμαι έτοιμη" απάντησε με ευκρινή επαγγελματισμό εκείνη.
- "Ας πούμε πρώτα ένα ποτό. Ας μην περιμένουμε στο τραπέζι λες και τους έχουμε ανάγκη. Να χαλαρώσουμε και λίγο" πρότεινε φιλικά εκείνος.
Κι έτσι έγινε. Στην αρχή οι δυο τους μιλούσαν με άσχετη θεματολογία για να σπάσει ο πάγος, όμως σύντομα ο Αντώνης άρχισε να την προσεγγίζει ερωτικά με εκείνη να είναι προετοιμασμένη πως ίσως κάποτε να συνέβαινε αυτό και να ξέρει πως πρέπει να αντιδράσει ψύχραιμα και διακριτικά.

Μετά από ώρα και αφού τελικά το ραντεβού ολοκληρώθηκε, ο Αντώνης ζήτησε από την Ελένη να μείνει για ένα ακόμα ποτό, το οποίο όμως εκείνη αρνήθηκε αφήνοντας τον Αντώνη δυσαρεστημένο. "Ξέρεις ότι η συμφωνία που κάνουμε με τον εργοδότη σου αναφέρει πως είσαι διαθέσιμη ως τις δύο τη νύχτα. Είναι μόλις έντεκα κι εσύ θέλεις να φύγεις; Αυτό ίσως προκαλέσει πρόβλημα στον εργοδότη σου" της εξήγησε απειλητικά, μη αφήνοντάς της περιθώρια να αρνηθεί εκ νέου.

Το ένα ποτό έγινε δεύτερο και όταν και αυτό τελείωσε, ο Αντώνης επέμενε να γυρίσει εκείνος σπίτι την Ελένη, η οποία επίσης είχε προετοιμαστεί για ένα τέτοιο ενδεχόμενο με την ασφάλεια της επιφάνειας των πελατών, οπότε αναγκαστικά δέχτηκε.

Κατά την διαδρομή όμως, ο Αντώνης άρχισε να πιέζει ερωτικά την Ελένη η οποία του φώναξε πως αυτό που έκανε ήταν εκτός σύμβασης. Ο Αντώνης συνέχισε και με μία πολύ άκομψη χειρονομία τράβηξε προς τα κάτω το στράπλες φόρεμα της Ελένης αφήνοντας ακάλυπτο το πλούσιο στήθος της. Ακαριαία εκείνη τον χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο, αναγκάζοντάς τον να ανασκουμπωθεί.

Κάπως έτσι, η εβδομάδα που ο Γιώργος είχε δώσει σαν περιθώριο, ολοκληρώθηκε χωρίς όμως να πάει καθόλου χαμένη εκ μέρους του. Τις ημέρες που η Ελένη δεν δούλευε, ο Γιώργος πήγαινε στο εστιατόριο και έπινε μερικά ποτά φροντίζοντας να παρατηρεί τα πάντα και να μιλάει με τους σωστούς ανθρώπους. Σε αυτό βοήθησε και ο Τάκης που είχε ταλέντο σε τέτοιες ιδιαίτερες καταστάσεις!

Τελικά ο Γιώργος ήταν έτοιμος να ανοίξει το επόμενο χαρτί του. Και θα το έκανε. Ήταν πλέον σίγουρος πως η γυναίκα του ήταν πόρνη πολυτελείας και αν μεγάλες εταιρείες είχαν πρόσβαση στον εργοδότη της, τότε σίγουρα θα μπορούσε να έχει και αυτός, ως εργαζόμενος σε μία από αυτές. Το επόμενο πρωί λοιπόν, έφτασε στον εργοδότη του όπου και του μίλησε όσο πιο διακριτικά γινόταν.
- "Γιώργο πρέπει να σου εξηγήσω κάτι. Εδώ έχουμε υπαλλήλους που είναι ελεύθεροι και έχουν μοναδικό στόχο να ανεβαίνουν βαθμίδες στην εταιρεία και παντρεμένους που είτε είναι ικανοποιημένοι με ότι έχουν ή προσπαθούν να ανταγωνιστούν τους ελεύθερους. Υπάρχει όμως μία δικλείδα Γιώργο. Αν βάλουμε σε κίνδυνο την οικογενειακή μας γαλήνη, επηρεάζεται πρώτα η απόδοσή μας στην δουλειά. Για εμάς είσαι σημαντικός εδώ, αλλά όχι αναντικατάστατος. Αν η απόδοση σου πέσει, αυτό θα έχει αντίκτυπο στην θέση σου εδώ. Και εγώ δεν είμαι αχάριστος. Ξέρω πόσα βράδια έμεινες εδώ για να ετοιμάσεις εκθέσεις και προσφορές. Θεωρώ πως είναι σειρά μου να σε βοηθήσω. Θα κάνω αυτό που χρειάζεσαι" του είπε σε μία συζήτηση τόσο ειλικρινής που εξέπληξε τον Γιώργο.
- "Σας ευχαριστώ πάρα πολύ" απάντησε γεμάτος ευγνωμοσύνη.

Σε μερικές μέρες η Ελένη έφτανε και πάλι στο εστιατόριο σε μία βραδιά ρουτίνας για εκείνη όπου θα ήταν η συνοδός ενός επιχειρηματία με πλαστικά ο οποίος θα συναντούσε έναν ανταγωνιστή του για να μιλήσουν για τους όρους μιας πιθανής εξαγοράς. Η Ελένη έφτασε χωρίς ο συνοδός της να είναι παρόν, οπότε περίμενε στο τραπέζι πίνοντας λίγο νερό.

Λίγα λεπτά αργότερα ένας άντρας πλησίασε το τραπέζι ντυμένος στην προβλεπόμενη επίσημη ενδυμασία του εστιατορίου αλλά και του χαρακτήρα των συναντήσεων αυτών.
- "Γιώργο; Τι κάνεις εσύ εδώ"; ρώτησε έκπληκτη και κατακόκκινη αντικρίζοντας τον άντρα της!
- "Είμαι... πελάτης" απάντησε με περισσή ψυχραιμία.
- "Πρέπει να σου εξηγήσω" είπε με τρεμάμενη φωνή.
- "Ναι, πρέπει. Κι εσύ κι εγώ. Ο ένας να εξηγήσει στον άλλο. Και να μην σηκωθούμε από αυτό το τραπέζι αν πρώτα δεν ξεκαθαρίσουμε τα πάντα και βρούμε λύσεις για τα πάντα" δήλωσε με αυτοπεποίθηση.
Η Ελένη έγνεψε θετικά σκύβοντας ελαφρώς το κεφάλι της.

Η συζήτηση αυτή δεν θα ήταν εύκολη. Μετά από ώρες το εστιατόριο άδειασε, κάποια φώτα έκλεισαν και κάποια στιγμή, σταμάτησε και η μουσική. Έως τότε, οι συζητήσεις, οι χειρονομίες, τα νευρικά πρόσωπα, είχαν δώσει την θέση τους σε χαμόγελα σε έντονα κοιτάγματα με ερωτικό περιεχόμενο και σε ένα ασυνήθιστο χαλαρό κλίμα.

σχόλια; αντιρρήσεις; ερωτήσεις;
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΜΗΝΑ
 Διαβάστε περισσότερα.. »

Σάββατο 4 Απριλίου 2015

MYΘΟΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ ~ το μπαρ 56

σύντομες ιστορίες στα όρια της φαντασίας & του ρεαλισμού χωρίς (κανονικό) τέλος

Μια φορά σε έναν καιρό στο +yannidakis

Ήταν λίγο πριν το ξημέρωμα. Οι λιγοστοί θαμώνες που είχαν απομείνει στο ‘Μπαρ 56’ έπρεπε να αποχωρίσουν. Η μουσική σταμάτησε, ο μπάρμαν δεν γέμιζε πια τα ποτήρια και ο χώρος φωτίστηκε απότομα με έντονο φως τόσο αποκρουστικό που κάποιοι φόρεσαν σκούρα γυαλιά για να το αντέξουν. Ουσιαστικά κανείς δεν μιλούσε με κανέναν και όλοι γνώριζαν πως έπρεπε να αποχωρήσουν.

Ανάμεσα τους ένας τύπος γύρω στα σαράντα με ατημέλητα μαλλιά, αξύριστος για μέρες και με ένα παχύ δερμάτινο μπουφάν που φορούσε εντελώς λανθασμένα πάνω από ένα γκρίζο παντελόνι παλαιότερης δεκαετίας. Ήταν ένας από αυτούς που φόρεσαν γυαλιά ηλίου όταν τα φώτα άνοιξαν, βγάζοντάς τα από την εσωτερική τσέπη του μπουφάν με τα μαυρισμένα του δάχτυλα γύρω απ’ τα νύχια. Βιαστικά έβαλε το χέρι στην πίσω τσέπη βγάζοντας ορισμένα χαρτονομίσματα των 5 ευρώ και μερικά ψιλά και αφού τα μέτρησε πρόχειρα με το μάτι, έσκυψε το κεφάλι κι έφυγε γρήγορα από το μπαρ.

Ο τύπος έφυγε με τα πόδια και λίγα μέτρα πιο πέρα σε έναν κεντρικό δρόμο σταμάτησε στο παρακείμενο περίπτερο. Ήταν πλέον αρκετά φωτεινά απ’ τις πρώτες πορτοκαλιές ακτίνες του ήλιου όταν ο τύπος έγνεψε στον περιπτερά αντί να τον χαιρετήσει.
- “Πως πήγε χθες κυρ Νίκο”; ρώτησε ο ηλικιωμένος αλλά με πολύ ευγενικό και ταλαιπωρημένο ύφος, περιπτεράς.
- “Για να βλέπεις να έχω για τσιγάρα...” απάντησε κοφτά. Ο Νίκος πήρε δύο πακέτα τσιγάρα και αφού πλήρωσε εξαφανίστηκε πεζός στο βάθος τους δρόμου μιας πόλης που μόλις είχε ξυπνήσει.
Όταν το επόμενο βράδυ ήρθε, κάθετη στην λεωφόρο Βενιζέλου, ένα μικρό στενάκι, οι Φιλελλήνων, θα γέμιζε ζωή. Οι Φιλελλήνων είναι ουσιαστικά ένα σοκάκι στο οποίο δεν υπάρχει καμία είσοδος. Οποιαδήποτε είσοδος πολυκατοικίας ή καταστήματος υπήρχε από εκείνη τη μεριά, μπαζώθηκε και αναζήτησε έξοδο από τις άλλες πλευρές των κτιρίων. Ο λόγος ήταν τα συνεχή κρούσματα εγκληματικότητας ακόμα και μέσα στη μέρα, συνήθως από εμπόρους ναρκωτικών ή από εκτελέσεις της τοπικής μαφίας. Μόνο ένας είχε τα κότσια να ανοίξει μέσα στη Φιλελλήνων και να αντέξει μέσα στο χρόνο και τις συνθήκες. Ήταν το μπαρ στην Φιλελλήνων 56, το ‘Μπαρ 56’. Ένα μπαρ που ουδέποτε ελέγχθηκε από αρχές για την λειτουργία του και ουδέποτε σημειώθηκε το παραμικρό.


Στο ‘Μπαρ 56’ δεν υπάρχουν νέοι θαμώνες. Όλοι όσοι βρίσκονται εκεί είναι καθημερινοί πελάτες με συγκεκριμένο σκοπό. Οποιοσδήποτε νέος πελάτης θα έπρεπε να έρθει συστημένος από κάποιον θαμώνα και να ακολουθήσει ένα στάδιο μύησής. Ο απαράβατος κανόνας εκεί, είναι πως ποτέ κανείς δεν θα ενοχλήσει την γειτονιά τριγύρω και ουδέποτε θα υπάρξει νεκρός μέσα στο μπαρ ή έξω ακριβώς από αυτό. Οι κανόνες δεν ήταν απλά σεβαστοί, ήταν μέρος μιας σιδηράς πειθαρχίας που επιβάλλονταν στους πελάτες.

Λίγο πριν όλοι μαζευτούν στα τραπέζια για να παίξουν, χαλάρωναν στο μπαρ πίνοντας το ποτό τους και βλέποντας κοπέλες να χορεύουν ημίγυμνες ή γυμνές στην πίστα. Κάποιοι έκαναν χρήση ναρκωτικών που τους βοηθούσε να χαλαρώσουν ή να αντέξουν τη νύχτα και κάποιοι έπαιρναν κάποια ή κάποιες κοπέλες σε ιδιαίτερους χώρους για ιδιαίτερες και ιδιωτικές υπηρεσίες...

image
Ένας από αυτούς ήταν ο Νίκος ο οποίος είχε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες του μπαρ. Μπορούσε να πιει, να συμμετέχει σε τραπέζια τζόγου ή να χαλαρώσει περνώντας... χρόνο με κάποια από τις κοπέλες του μπαρ. Εκείνο το βράδυ μάλιστα ο Νίκος συμμετείχε σε ένα τραπέζι που θα είχε πολύ ενδιαφέρον...
Αποτελούταν από έξι άτομα:
  1. Τον Αρχιμήδη, κατά κόσμον Αριστείδη. Ένας πενηντάρης που είχε παραφράσει το όνομά του εξαιτίας των επιτυχιών του στον τζόγο. Συνήθως ότι κέρδιζε στον τζόγο το διέθετε στις γυναίκες.
  2. Τον Νάσο που ήταν ένας από τους νεότερους θαμώνες του μπαρ. Πριν λίγα χρόνια είχε κληρονομήσει μία τεράστια περιουσία από τον επιχειρηματία πατέρα του που πέθανε (ή τον σκότωσε η μαφία) και αν ποτέ κέρδιζε σκορπούσε τα κέρδη στις γυναίκες και το ποτό.
  3. Την Λέτα. Μία ψηλή κοντά στα σαράντα όμορφη γυναίκα με πολύ απρόσιτο ύφος. Είναι από την Ρουμανία, παντρεμένη με έναν πλούσιο επιχειρηματία. Συνήθως χάνει όλα της τα λεφτά στον τζόγο.
  4. Τον κύριο Προφέσορα. Είναι ίσως ο λιγότερο χαμένος απ’ όλους. Τα λεφτά του τα διαθέτει μόνο στον τζόγο. Κανείς δεν ξέρει το όνομά του, την δουλειά του και τις εξωγενείς σχέσεις του, όμως λέγεται πως είναι ένας πολύ καλός οικογενειάρχης με παιδιά που ουδεμία σχέση με τον υπόκοσμο έχει!
  5. Ο Θωμαΐδης. Πρόκειται για έναν τύπο που έπιασε κάποτε το λαχείο και έκανε την σωστή επένδυση φτιάχνοντας πολυκατοικίες με γκαρσονιέρες κοντά στο Πανεπιστήμιο. Έπαιξε πολλά λεφτά σε διάφορες λέσχες και καζίνο, όμως πάντοτε έχανε μέχρις ότου έμαθε για το ‘Μπαρ 56’. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε φάση μύησης και συμμετέχει μόνο σε ορισμένα τραπέζια τζόγου, στο μπαρ και απολαμβάνει την συντροφιά συγκεκριμένων μόνο κοριτσιών.
  6. Και ο Νίκος. Τραπεζικός υπάλληλος που έχει κυκλοφορήσει στο Μπαρ πως υπήρξε συνεργός σε μία μεγάλη ληστεία στο υποκατάστημα του. Το μερίδιό του έγινε... τζόγος.
Το παιχνίδι κυλούσε κανονικά με τον Νάσο και τον Αρχιμήδη να έχουν βγει εκτός παιχνιδιού, όταν η Λέτα ανέβασε το ποντάρισμα κατά μερικές χιλιάδες ευρώ. Ο κύριος Προφέσορας συνέχισε ενώ ο Νίκος αφού το σκέφτηκε πολύ καλά, σταμάτησε. “Ε.. ξέρω πως οι κανόνες λένε μόνο μετρητά, όμως το αμάξι μου αξίζει τριάντα πέντε χιλιάδες ευρώ. Είναι τριών μηνών. Δεν μετράει”; είπε ο Θωμαΐδης πετώντας στη μέση του τραπεζιού τα κλειδιά του. Ήταν μία κίνηση που αιφνιδίασε τους πάντες. Ποτέ κανείς δεν είχε πράξει ανάλογα κι έτσι όλοι τώρα κοιταζόντουσαν στα μάτια χωρίς να πουν τίποτα. Ο υπεύθυνος του τραπεζιού πλησίασε στην άκρη της αίθουσας και πήρε ένα τηλέφωνο που βρισκόταν εκεί. Δεν χρειάστηκε να πει τίποτα και σε δευτερόλεπτα έλαβε απάντηση. Πλησιάζοντας στο τραπέζι, είπε: “Το αυτοκίνητο γίνεται δεκτό κατ’ εξαίρεση” και το παιχνίδι συνεχίστηκε, ώσπου ο Θωμαΐδης έχασε και το αυτοκίνητο. Νικήτρια εκείνο το βράδυ, ήταν η Λέτα και όταν άρχισε να ξημερώνει, σήμανε πάλι η ειδοποίηση ότι το μπαρ έπρεπε να κλείσει. Όλοι έφυγαν.

Το επόμενο βράδυ η Λέτα μπήκε πολύ νωρίς στο μπαρ. Ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση και εξαγριωμένη ζήτησε τον υπεύθυνο. “Τόσα χρόνια, ποτέ δεν αμφισβήτησα τίποτα και συμμετέχω με απόλυτο σεβασμό εδώ. Εχθές δεχτήκατε ένα αυτοκίνητο που είναι υποθηκευμένο και με βάλατε στη μέση και μάλιστα από κάποιον που είναι σε στάδιο μύησης”! Ο υπεύθυνος ζήτησε από την Λέτα να ηρεμήσει και την οδήγησε στον πάνω όροφο του κτιρίου.

Εκεί βρισκόταν ένα μεγάλο δωμάτιο που άνοιξε αυτόματα από μέσα. Περιείχε ένα γραφείο το οποίο βρισκόταν υπό πολύ χαμηλό φωτισμό. Μπροστά καθόταν ένας άντρας που φορούσε ακριβό κουστούμι και μαύρη γραβάτα, ενώ για να υποδεχτεί την Λέτα είχε βάλει έναν σκούφο στο κεφάλι ώστε να μην αποκαλύπτεται η ταυτότητά του. “Η αποδοχή του αυτοκινήτου δεν ήταν τυχαία. Ήταν μέρος της μύησης. Προφανώς το ποσό που αντιστοιχεί στο αυτοκίνητο σας ανήκει”. Σε εκείνο το σημείο ο άντρας ανέβασε στο γραφείο μερικές δεσμίδες των πεντακοσίων ευρώ τα οποία αντιστοιχούσαν στην αξία του αυτοκινήτου. “Οι κανόνες ισχύουν όπως ξέρετε, απλά στο Μπαρ δεν ανήκει ο Θωμαΐδης” συνέχισε κοφτά ο άντρας ενώ έσπρωχνε τα χρήματα στην πανύψηλη ρουμάνα.

Ο άντρας που συνόδευε την Λέτα της έκανε νόημα να φύγουν. Εκείνη πήρε τα χρήματα και σηκώθηκε απ’ το γραφείο, όμως λίγο πριν βγουν έξω απ’ αυτό, γύρισε και συμπλήρωσε: “Κάτι ακόμα. Ο Θωμαΐδης μας ξέρει. Τα πρόσωπά μας, το στέκι μας, τις συνήθειές μας. Μπορούμε να εμπιστευτούμε ότι η προσωπική μας ζωή είναι διασφαλισμένη”; Ο άντρας σηκώθηκε όρθιος για να απαντήσει στην Λέτα: “Δεν εμπιστεύεστε εκείνον, Λέτα, αλλά το Μπαρ 56. Τα υπόλοιπα είναι δικά μου θέματα”. Κατόπιν αυτού η Λέτα με τον συνοδό, αποχώρησαν.

Το επόμενο πρωί, ο Νίκος θα έφτανε ως το περίπτερο για να προμηθευτεί τσιγάρα. Έψαχνε τις τσέπες του για ψιλά όταν ο περιπτεράς τον διέκοψε:
- “Κυρ Νίκο τα κάνω εγώ δώρο τα τσιγάρα σήμερα. Δεν πήγε καλά η βραδιά, ε; Θέλω όμως μία χάρη από σένα. Μην πας το βράδυ ξανά. Δώσε του ένα κενό. Ε, τι λες”;
- “Ευχαριστώ για το κέρασμα φίλε. Δεν ξεχνάω εγώ να ξέρεις... Όμως θα με βρεις και αύριο εδώ. Δεν αλλάζουν αυτά...” απάντησε βαριεστημένα.
- “Κυρ Νίκο. Κάνε μου το χατίρι και μην έρθεις το βράδυ. Κάνε κάτι άλλο” επέμεινε περιέργως ο περιπτεράς.
Ο Νίκος δεν του έδωσε και πολύ σημασία. Πήρε τα τσιγάρα κι έφυγε.

Όταν η νύχτα επέστρεψε στους ουρανούς της πόλης, ο Θωμαΐδης έφτασε ως το ‘Μπαρ 56’, όμως η είσοδος δεν του επετράπη. “Πες στο αφεντικό σου ότι ήρθα απλά να φέρω τα λεφτά που χρωστάω και να φύγω” είπε στον πορτιέρη. Μετά από μερικά λεπτά η πόρτα άνοιξε και ο πορτιέρης έβαλε τον Θωμαΐδη μέσα στον προθάλαμο αφού πρώτα τον έψαξε για τυχόν όπλο. Διαπιστώνοντας ότι δεν είχε, τον οδήγησε σε ένα γυάλινο δωμάτιο με φιμέ τζάμια. Εκεί, τον συνάντησε ένας από τους υπεύθυνους του μπαρ που του είπε:
- “Παρέβηκες του κανόνες. Δεν μπορούμε να σε ξαναδεχτούμε στο μπαρ. Έχετε δίκιο, όμως ήταν πάνω στην παρόρμηση της στιγμής. Ήρθα να ζητήσω συγγνώμη και έφερα σε μετρητά τα χρήματα για το αυτοκίνητο για να το δώσετε στην κυρία. Θα ήθελα πολύ μια δεύτερη ευκαιρία στο Μπαρ, διαφορετικά σας ζητώ συγγνώμη”.
- “Οι κανόνες είναι ξεκάθαροι και σύμφωνα με αυτούς, θα πρέπει να αποχωρήσετε αυτή τη στιγμή με τα λεφτά σας” είπε ο υπεύθυνος.
Ο Θωμαΐδης μάζεψε τα χρήματά του και έφευγε με συνοδεία απ’ το μπαρ. Όταν ο πορτιέρης άνοιξε για να φύγει ο ανεπιθύμητος καλεσμένος, μία ομάδα επίλεκτων αστυνομικών μπήκε με φόρα κρατώντας ειδικές ασπίδες και απελευθέρωσε αέρια που έκαναν την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Οι αστυνομικοί δεν είπαν τίποτα ενώ σε χρόνο μηδέν εκατοντάδες πυροβολισμοί έπεσαν από υπαλλήλους του Μπαρ. Στο μεταξύ, κοπέλες και θαμώνες προσπάθησαν είτε να κρυφτούν είτε να διαφύγουν. Στην προσπάθειά τους αυτή, πολλοί έπεσαν νεκροί. Από την σφοδρότητα των πυροβολισμών ήταν και πολλοί αστυνομικοί που δεν κατάφεραν να προφυλαχτούν απ’ τις ασπίδες τους και τραυματίστηκαν θανάσιμα.

Το τέλος των πυροβολισμών, βρήκε το ισόγειο του μπαρ κυριολεκτικά διαλυμένο, όλους τους αστυνομικούς νεκρούς και τους περισσότερους από όσους βρισκόντουσαν μέσα, στην ίδια μοίρα. Ο άντρας του δευτέρου ορόφου ανέβηκε μία κρυφή σκάλα που έβγαζε στην οροφή του κτιρίου και από εκεί εξωτερικά πέρασε σε ένα διπλανό απ’ όπου διέφυγε. Ο Νίκος ήταν ζωντανός. Πάνω του βρισκόντουσαν δύο γυμνόστηθες κοπέλες. Και οι δύο νεκρές. Ουσιαστικά ήταν μάλλον η ανθρώπινη ασπίδα του. Όταν δειλά-δειλά σηκώθηκε αντίκρισε το μακάβριο θέαμα και προσπάθησε να διαφύγει. Στο μεταξύ, όμως -και με το πέρας των πυροβολισμών- ο περιπτεράς είχε καλέσει κάποιον στο τηλέφωνο: “Τελειώσανε. Μπορείτε να τους μαζέψετε” είχε πει.

Όταν ο Θωμαΐδης και δυο-τρεις άλλοι έφτασαν στην έξοδο ένα άλλο κλιμάκιο της αστυνομίας τους περίμενε και τους συνέλαβε όλους. Την επόμενη μέρα κιόλας ο τύπος είχε το μεγαλύτερο θέμα της χρονιάς! Το σκάνδαλο με την μαφία του τζόγου περιελάμβανε επιφανείς εισαγγελείς, δικαστικούς, αστυνομικούς, επιστήμονες, καλλιτέχνες, ακόμα και πολιτικούς! Το ‘Μπαρ 56’ θα έκλεινε οριστικά, όμως ο ιδιοκτήτης του... Θα ήταν κάπου εκεί έξω και μάλιστα καταφέρνοντας να διατηρήσει την πολύ γνωστή του ταυτότητα, κρυφή...

σχόλια; αντιρρήσεις; ερωτήσεις;
ΠΡΟΣΘΕΣΤΕ ΤΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΑΣ
ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΜΥΘΟ
 Διαβάστε περισσότερα.. »