σημερινή προσθήκη στην λίστα των καταχωρήσεων τσι μέρας
από ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΣΚΕΨΕΙΣ
ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΙ
1. Τις τελευταίες δεκαετίες πολλά συνέδρια και ημερίδες έχουν διεξαχθή με κύριο και μοναδικό τους θέμα τό μάθημα των θρησκευτικών. Τα πρακτικά πολλών άπό αυτά έχουν έκδοθή αυτοτελώς ή σέ αφιερώματα θεολογικών περιοδικών. Μέσα από όλα αυτά τά συνέδρια αναπτύσσονται συζητήσεις, ζυμώσεις και προβληματισμοί γιά τό μάθημα, τούς όποιους πρέπει νά έχη ύπ' όψιν του ό έπιθυμών νά όμιλήση σήμερα περί του μαθήματος ή άγνοια τους μας έπαναφέρη έκ νέου στά ήδη συζητηθέντα και λυθέντα ζητήματα, χωρίς νά προάγη την συζήτησι γύρω άπό αυτά.
2. Οί προϋποθέσεις και τά πλαίσια διδασκαλίας του μαθήματος τών θρησκευτικών καθορίζονται άπό κάποιους παράγοντες: την ελληνική εκπαιδευτική νομοθεσία, αφού τό μάθημα είναι εντεταγμένο στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα- την σχέσι του μέ την Εκκλησία, αφού τό μάθημα στο μεγαλύτερο μέρος άφορα την πίστι και την ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας την σχέσι του μέ την θεολογία είτε ως
λειτούργημα της Εκκλησίας (διακονία του λόγου του Θεού), είτε ώς θεολογική επιστήμη, τομέα τών ανθρωπιστικών επιστημών της εποχής μας, αφού αυτή έν τινι μέτρω μεταφέρεται στις σχολικές αίθουσες. Τέλος, τό μάθημα κατέχει μία ιδιαιτερότητα: ένώ αναφέρεται στην πίστι και πράξι του Χριστιανισμού παραμένει ένα γνωσιολογικό μάθημα. Επιβιώνει κατά συνέπεια τό πανάρχαιο δίπολο μεταξύ πίστεως και γνώσεως, εμπειρικής και θεωρητικής (ψιλής) γνώσεως.
3. Γιά νά όμιλήση κάποιος μέ εγκυρότητα γίά τό μάθημα τών θρησκευτικών θά πρέπει νά προηγηθή σοβαρά μελέτη τών ιστορικών του καταβολών: πώς έδιδάσκετο ή θεολογική γνώσις κατά τήν βυζαντινή περίοδο, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και κατά τήν περίοδο τής ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους. Βεβαίως, δέν μπορούμε και δέν επιτρέπεται νά άντιγράψωμε τις διδακτικές μεθόδους τών παλαιοτέρων εποχών, άλλά δέν είναι θεμιτό νά αγνοούμε πλήρως και τούς τρόπους μεταδόσεως τών θρησκευτικών αληθειών - γνώσεων των παλαιοτέρων περιόδων στην ιστορία του γένους μας. Τό ίδιο ισχύει και γιά την ένημέρωσί μας σχετικώς μέ τούς τρόπους διδασκαλίας σέ άλλες ευρωπαϊκές και μη χώρες. Βεβαίως, κάθε χώρα έχει τήν ιδιαιτερότητα της, δικές της παραδόσεις και διαφορετικές συνθήκες ζωής και πολιτισμού- άλλά ή ένημέρωσις – πληροφόρησις περί του τρόπου διδασκαλίας του μαθήματος τών θρησκευτικών σέ αυτές μπορεί να μάς προσδώση ιδέες προς μίμησι ή και προς αποφυγή, όταν κάτι έχει ήδη δοκιμασθή και άποτύχη στο εξωτερικό.
Τό κυριώτερο, τό όποιο χρειάζεται είναι νά συμφωνήσωμε άπό κοινού ποιά γεγονότα και δεδομένα επηρεάζουν σήμερα τήν διδασκαλία του μαθήματος τών θρησκευτικών στην χώρα μας. Θεωρούμε ότι τά πλέον σημαντικά είναι τά έξης: ή παγκοσμιοποίησις ή πολυπολιτισμικότης και ή ανομοιογένεια του σχολικού πληθυσμού- τό λαϊκό (ούδετερόθρησκο) σχολείο- οί άθρησκευτικές και άθεϊστικές τάσεις, οί όποιες υπεισέρχονται όλοέν και περισσότερο στήν κοινωνία μας- ή απουσία θρησκευτικής προπαιδείας στις οικογένειες τών περισσοτέρων μαθητών μας- και ή έμφασις, ή όποια δίδεται σήμερα στήν συναισθηματική και κοινωνική νοημοσύνη τών μαθητών, καθώς και στήν άνάπτυξι τών αντιστοίχων δεξιοτήτων αυτών.
Κατά συνέπεια, κατά τήν γνώμη μας, είναι επιβεβλημένη μία άναμόρφωσις και ένας καλώς εννοούμενος εκσυγχρονισμός του μαθήματος τών θρησκευτικών μέ κριτήριο τά αναφερθέντα σύγχρονα δεδομένα ώστε τό μάθημα νά καταστή περισσότερο αποτελεσματικό γιά τούς μαθητές μας.
Ή άναμόρφωσις πρέπει νά γίνη στά προγράμματα σπουδών (αναλυτικά ή γενικά)στά βιβλία και τό έν γένει εκπαιδευτικό υλικό- στήν επιλογή, έκπαίδευσι, έπιμόρφωσι και στις απαιτούμενες δεξιότητες και ικανότητες τών διδασκόντων καθηγητών θεολόγων. Φορείς γιά τήν άπό κοινού συνεργασία και άναμόρφωση του μαθήματος πρέπει νά είναι όλοι οί εμπλεκόμενοι και συσχετιζόμενοι μέ αυτό: ή Ιεραρχία τής Εκκλησίας, οί Θεολογικές Σχολές, οί Ενώσεις Θεολόγων Καθηγητών, ή ελληνική κοινωνία και τέλος τό Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και τό Υπουργείο Παιδείας.
4. Ό σκοπός και οί έπί μέρους στόχοι τού μαθήματος τών θρησκευτικών πρέπει νά ορισθούν κατόπιν κοινής συμφωνίας όλων τών εμπλεκομένων φορέων και νά είναι σαφείς και γνωστοί σέ όλους, γιά νά προάγουν και αναβαθμίσουν τό μάθημα στά επόμενα χρόνια.
οι απόψεις που εκφράζονται στο κείμενο δε συμφωνούν ή εκφράζουν απαραίτητα το yannidakis. Η βράβευση ικανοποιεί μια σειρά από συγκεκριμένα κριτήρια
από ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΣΚΕΨΕΙΣ
ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΙ
1. Τις τελευταίες δεκαετίες πολλά συνέδρια και ημερίδες έχουν διεξαχθή με κύριο και μοναδικό τους θέμα τό μάθημα των θρησκευτικών. Τα πρακτικά πολλών άπό αυτά έχουν έκδοθή αυτοτελώς ή σέ αφιερώματα θεολογικών περιοδικών. Μέσα από όλα αυτά τά συνέδρια αναπτύσσονται συζητήσεις, ζυμώσεις και προβληματισμοί γιά τό μάθημα, τούς όποιους πρέπει νά έχη ύπ' όψιν του ό έπιθυμών νά όμιλήση σήμερα περί του μαθήματος ή άγνοια τους μας έπαναφέρη έκ νέου στά ήδη συζητηθέντα και λυθέντα ζητήματα, χωρίς νά προάγη την συζήτησι γύρω άπό αυτά.
2. Οί προϋποθέσεις και τά πλαίσια διδασκαλίας του μαθήματος τών θρησκευτικών καθορίζονται άπό κάποιους παράγοντες: την ελληνική εκπαιδευτική νομοθεσία, αφού τό μάθημα είναι εντεταγμένο στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα- την σχέσι του μέ την Εκκλησία, αφού τό μάθημα στο μεγαλύτερο μέρος άφορα την πίστι και την ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας την σχέσι του μέ την θεολογία είτε ως
λειτούργημα της Εκκλησίας (διακονία του λόγου του Θεού), είτε ώς θεολογική επιστήμη, τομέα τών ανθρωπιστικών επιστημών της εποχής μας, αφού αυτή έν τινι μέτρω μεταφέρεται στις σχολικές αίθουσες. Τέλος, τό μάθημα κατέχει μία ιδιαιτερότητα: ένώ αναφέρεται στην πίστι και πράξι του Χριστιανισμού παραμένει ένα γνωσιολογικό μάθημα. Επιβιώνει κατά συνέπεια τό πανάρχαιο δίπολο μεταξύ πίστεως και γνώσεως, εμπειρικής και θεωρητικής (ψιλής) γνώσεως.
3. Γιά νά όμιλήση κάποιος μέ εγκυρότητα γίά τό μάθημα τών θρησκευτικών θά πρέπει νά προηγηθή σοβαρά μελέτη τών ιστορικών του καταβολών: πώς έδιδάσκετο ή θεολογική γνώσις κατά τήν βυζαντινή περίοδο, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και κατά τήν περίοδο τής ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους. Βεβαίως, δέν μπορούμε και δέν επιτρέπεται νά άντιγράψωμε τις διδακτικές μεθόδους τών παλαιοτέρων εποχών, άλλά δέν είναι θεμιτό νά αγνοούμε πλήρως και τούς τρόπους μεταδόσεως τών θρησκευτικών αληθειών - γνώσεων των παλαιοτέρων περιόδων στην ιστορία του γένους μας. Τό ίδιο ισχύει και γιά την ένημέρωσί μας σχετικώς μέ τούς τρόπους διδασκαλίας σέ άλλες ευρωπαϊκές και μη χώρες. Βεβαίως, κάθε χώρα έχει τήν ιδιαιτερότητα της, δικές της παραδόσεις και διαφορετικές συνθήκες ζωής και πολιτισμού- άλλά ή ένημέρωσις – πληροφόρησις περί του τρόπου διδασκαλίας του μαθήματος τών θρησκευτικών σέ αυτές μπορεί να μάς προσδώση ιδέες προς μίμησι ή και προς αποφυγή, όταν κάτι έχει ήδη δοκιμασθή και άποτύχη στο εξωτερικό.
Τό κυριώτερο, τό όποιο χρειάζεται είναι νά συμφωνήσωμε άπό κοινού ποιά γεγονότα και δεδομένα επηρεάζουν σήμερα τήν διδασκαλία του μαθήματος τών θρησκευτικών στην χώρα μας. Θεωρούμε ότι τά πλέον σημαντικά είναι τά έξης: ή παγκοσμιοποίησις ή πολυπολιτισμικότης και ή ανομοιογένεια του σχολικού πληθυσμού- τό λαϊκό (ούδετερόθρησκο) σχολείο- οί άθρησκευτικές και άθεϊστικές τάσεις, οί όποιες υπεισέρχονται όλοέν και περισσότερο στήν κοινωνία μας- ή απουσία θρησκευτικής προπαιδείας στις οικογένειες τών περισσοτέρων μαθητών μας- και ή έμφασις, ή όποια δίδεται σήμερα στήν συναισθηματική και κοινωνική νοημοσύνη τών μαθητών, καθώς και στήν άνάπτυξι τών αντιστοίχων δεξιοτήτων αυτών.
Κατά συνέπεια, κατά τήν γνώμη μας, είναι επιβεβλημένη μία άναμόρφωσις και ένας καλώς εννοούμενος εκσυγχρονισμός του μαθήματος τών θρησκευτικών μέ κριτήριο τά αναφερθέντα σύγχρονα δεδομένα ώστε τό μάθημα νά καταστή περισσότερο αποτελεσματικό γιά τούς μαθητές μας.
Ή άναμόρφωσις πρέπει νά γίνη στά προγράμματα σπουδών (αναλυτικά ή γενικά)στά βιβλία και τό έν γένει εκπαιδευτικό υλικό- στήν επιλογή, έκπαίδευσι, έπιμόρφωσι και στις απαιτούμενες δεξιότητες και ικανότητες τών διδασκόντων καθηγητών θεολόγων. Φορείς γιά τήν άπό κοινού συνεργασία και άναμόρφωση του μαθήματος πρέπει νά είναι όλοι οί εμπλεκόμενοι και συσχετιζόμενοι μέ αυτό: ή Ιεραρχία τής Εκκλησίας, οί Θεολογικές Σχολές, οί Ενώσεις Θεολόγων Καθηγητών, ή ελληνική κοινωνία και τέλος τό Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και τό Υπουργείο Παιδείας.
4. Ό σκοπός και οί έπί μέρους στόχοι τού μαθήματος τών θρησκευτικών πρέπει νά ορισθούν κατόπιν κοινής συμφωνίας όλων τών εμπλεκομένων φορέων και νά είναι σαφείς και γνωστοί σέ όλους, γιά νά προάγουν και αναβαθμίσουν τό μάθημα στά επόμενα χρόνια.
οι απόψεις που εκφράζονται στο κείμενο δε συμφωνούν ή εκφράζουν απαραίτητα το yannidakis. Η βράβευση ικανοποιεί μια σειρά από συγκεκριμένα κριτήρια