ΜΗΝΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ: ΜΑΙΟΣ 2010
Μια φορά σε έναν καιρό σε ένα από τα πιο γραφικά σημεία του πλανήτη, το πανέμορφο Στρασβούργο, η ζεστή ανοιξιάτικη λιακάδα άρχισε να παίζει με μερικά αυστηρά γκρίζα σύννεφα. Αν δεν ήσουν έξω για περίπατο δύσκολα θα το καταλάβαινες αυτό όμως, όπως και η Ανν-Λόρ που βιαστική έτρεχε από πλατεία σε πλατεία και από δρομάκι σε δρομάκι με τον χοντρό χαρτοφύλακα της, προσπαθώντας να πουλήσει μερικά ακόμα βιβλία πριν το φεγγάρι σημάνει το τέλος της ημέρας.
Συνήθως οι πόρτες ήταν κλειστές. Πολλοί τις άνοιγαν για να την πειράξουν. Ήταν τόσο όμορφη, με ένα απίστευτο βλέμμα από νάζι και μέλι. Πως θα μπορούσες να αρνηθείς σε αυτό; “..Δεν σας το λέω για να σας διώξω. Έκανα κι εγώ αυτήν την δουλειά και καταλαβαίνω. Ελάτε μετά τις οκτώ που θα είναι εδώ ο υπεύθυνος, είμαι σίγουρη πως θα αγοράσει κάτι” απαντούσε απολογητικά μια υπάλληλος γραφείου στις εκκλήσεις της Ανν-Λόρ. Ώρες μετά κι ενώ η νύχτα απλωνόταν μαζί με τα σύννεφα στον ουρανό η Ανν-Λόρ γυρνούσε στο γραφείο για να το βρει κλειστό. Οι πρώτες ψιχάλες της έδιωξαν κάθε σταγόνα αισιοδοξίας.
Η επιστροφή στο σπίτι θα ήταν δύσκολη καθώς η μπόρα τώρα ήταν δυνατή κι απότομη. Στους σκοτεινούς υγρούς δρόμους δεν υπήρχε πια κανείς.. εκτός απ’ αυτόν. Φαινόταν και εκείνος βιαστικός καθώς βρεχόταν προστατευόμενος από το μεγάλο του παλτό. Η Ανν-Λόρ περπατούσε σκυφτή για να προφυλαχτεί και έπεσε πάνω του.
- “Συγγνώμη! Δεν έβλεπα που πατούσα” ψέλλισε γεμάτη ντροπή.
- “Μα τι λέτε; Δεν πέφτουν κάθε μέρα όμορφες γυναίκες στην αγκαλιά μου.. Εξάλλου ίσως να το προκάλεσα” σχολίασε με ρομαντικό χιούμορ.
- “Είμαι σίγουρη ότι δεν φταίτε εσείς που εγώ έπεσα πάνω σας” είχε λίγο αναθαρρήσει η Ανν-Λόρ.
- “Μα εγώ μιλούσα για τη βροχή!” χαμογέλασε. “Ονομάζομαι Ερίκ. Και μια ζεστή σοκολάτα θα ήταν ότι πρέπει για να με αποζημιώσεις για τη σφοδρή σύγκρουση”.
Ο Ερίκ την κάλυψε με το παλτό του και κάθισαν στο απέναντι μαγαζί πίνοντας σοκολάτα και μιλώντας για ώρες.
Στην επιστροφή η Ανν-Λόρ κάλεσε τον Ερίκ στο διαμέρισμά της και δεν έχασαν καθόλου χρόνο. Γδύθηκαν φιλώντας ο ένας τον άλλο με πάθος και ξάπλωσαν στα γαλάζια σεντόνια κάνοντας έρωτα με μανία, βρεγμένοι από την βροχή και τον ιδρώτα με τις σταγόνες στο τζάμι να τρεμοπαίζουν στον ρυθμό του έρωτα.
Το επόμενο πρωί η λιακάδα είχε κάνει και πάλι την εμφάνισή της. Η Ανν-Λόρ ξύπνησε γυμνή στο κρεβάτι συνειδητοποιώντας πως ήταν μόνη. Έψαξε για κάποιο σημείωμα όμως απογοητευμένη αντιλήφθηκε πως αυτά συμβαίνουν μόνο στις ταινίες. Σε λίγα λεπτά βρισκόταν στους δρόμους μαζί με τον χαρτοφύλακά της, προσπαθώντας να πουλήσει μερικά βιβλία ακόμα. Ανάμεσα στα στενά πολυσύχναστα σοκάκια της πόλης ένοιωσε ένα τράνταγμα να της ρίχνει τον χαρτοφύλακα κάτω.
- “Προσέχετε λίγο παρακαλώ” φώναξε αγανακτισμένη
- “Τώρα πατσίσαμε” ψιθύρισε χαμογελώντας ο Ερίκ
- “Εσύ! Νόμιζα πως είχες φύγει για πάντα” τον αγκάλιασε ανακουφισμένη η Ανν-Λόρ.
- “Λοιπόν. Αγοράζω όλα τα μυθιστορήματα αγάπης που έχεις στους καταλόγους σου και σε αντάλλαγμα έρχεσαι μαζί μου για μια φωτεινή βόλτα”
Οι δύο τους πέρασαν μια υπέροχη μέρα στους δρόμους και τις πλατείες του Στρασβούργου. Σε κάθε ευκαιρία αντάλλαζαν ζεστά φιλιά και χέρι-χέρι απολάμβαναν στιγμές έρωτα και ξεγνοιασιάς.
- “Εγώ δεν είμαι από δω. Έρχομαι από τον νότο. Ένα χωριό κοντά στο Τουλούζ. Με έχει στείλει η εταιρεία μου για πώληση βιβλίων. Εσύ; Ντόπιος;”
- “Μπα! Τουρισμό κάνω κυρίως. Έρχομαι από το Βέλγιο. Έχω και κάτι παλιούς φίλους εδώ που επισκέπτομαι” της απάντησε γρήγορα. Κι έτσι η μέρα πέρασε ονειρικά και για τους δυο τους. “Απόψε δεν μπορούμε να βρεθούμε. Έχω υποσχεθεί στην παρέα που σου έλεγα. Θα σε βρω αύριο” της είπε στοργικά φιλώντας την δυνατά στα χείλη. Η Ανν-Λόρ του έγνεψε καταφατικά και χώρισαν.
Ο Ερίκ πήγε στο ξενοδοχείο όπου έμενε και έκατσε για λίγα λεπτά. Βγήκε έξω κρατώντας ένα βαλιτσάκι και φορώντας σκούρα μαύρα ρούχα. Περπάτησε αρκετά στα στενά της πόλης για να φτάσει σε ένα κτίριο στο οποίο και ανέβηκε στην οροφή. Εκεί άνοιξε το βαλιτσάκι βγάζοντας ένα γυαλιστερό μεγάλο όπλο στο οποίο άρχισε να συναρμολογεί εξαρτήματα βιαστικά. Κατόπιν περίμενε για ώρες κοιτάζοντας απ’ την διόπτρα το απέναντι παράθυρο. Ξαφνικά λίγος ιδρώτας φάνηκε στο πρόσωπό του. Με χειρουργική ακρίβεια πάτησε την σκανδάλη και βιαστικά αλλά ψύχραιμα αποσυναρμολόγησε το όπλο, το τοποθέτησε στο βαλιτσάκι και με απλότητα έφυγε από την πίσω πόρτα του κτιρίου.
Ο Ερίκ περίμενε την Ανν-Λόρ έξω από το σπίτι της την επόμενη ημέρα. Η δουλειά του είχε τελειώσει και έπρεπε να της ανακοινώσει πως δεν θα τον ξαναδεί ή μήπως πως θα την ήθελε μαζί του στο Βέλγιο; Ούτε κι εκείνος δεν είχε αποφασίσει ακόμη. Η ώρα όμως περνούσε και η εργασιομανής και γοητευτική Ανν-Λόρ δεν είχε εμφανιστεί. Χίλιες σκέψεις πέρασαν απ’ το μυαλό του και έτρεξε στο διαμέρισμά της για να την βρει. Η πόρτα δεν άνοιγε όμως η τηλεόραση ήταν ανοιχτή.
Ο Ερίκ παραβίασε την πόρτα απότομα βλέποντας μπροστά του την Ανν-Λόρ να συσπάται ολόκληρη σαν ηλεκτρικό ρεύμα να διαπερνά το σώμα της. Τα μάτια της είχαν γυρίσει και τρανταζόταν βίαια στο πάτωμα. Ο Ερίκ έσκυψε και της προσέφερε ενστικτωδώς τις πρώτες βοήθειες. Μετά από λίγα λεπτά άρχισε να συνέρχεται στο σώμα όχι όμως και στις λέξεις που προσπαθούσε με κόπο να βάλει σε μια σειρά για να φτιάξει προτάσεις. “Θα φωνάξω το ασθενοφόρο όμως δεν μπορώ να έρθω μαζί σου. Θα σε βρω μετά” είπε σοβαρά εκείνος. “Όχι, μείνε μαζί μου και δώσε μου λίγο χρόνο” είπε για πρώτη φορά η Ανν-Λόρ.
Μετά από ώρες ο Ερίκ έφερε τις αποσκευές του στο διαμέρισμά της. Δεν μπορούσε να κρατήσει περισσότερο το δωμάτιο. Έτσι οι δυο τους πέρασαν λίγες ημέρες με την όμορφη γυναίκα να δείχνει πιο υγιής από ποτέ. Αυτό ευχαρίστησε τον Ερίκ που έφυγε για να φέρει ζεστές πίτες και σοκολάτα. Στην επιστροφή του τον περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Το βαλιτσάκι με το όπλο ανοιγμένο μπροστά στην Ανν-Λόρ. Ο Ερίκ αντέδρασε κλείνοντας σφιχτά τα μάτια του. Είχε μετανιώσει για όλα;
- “Αυτό είναι; Ζούμε μέσα από ψέματα; Ποιός είσαι; Τι είσαι; Τι προσπαθείς να κάνεις μαζί μου;” φώναζε ξεσπώντας σε λυγμούς.
- “Είμαι επαγγελματίας δολοφόνος. Δεν ανήκω σε κανέναν, δεν υπακούω κανέναν. Μου υποδεικνύουν κάποιον κι αφού με πληρώσουν, σκοτώνω και φεύγω” της απάντησε με απολογητικό ύφος.
- “Ώστε αυτό είναι; Σκότωσε εμένα! Ορίστε ότι λεφτά έχω είναι εκεί. Δε θέλω τίποτα άλλο” η Ανν-Λόρ έκλαιγε ασταμάτητα.
- “Δεν σκοτώνω άτομα που δεν αξίζουν να πεθάνουν. Πες ότι κάνω χάρη στην κοινωνία απαλλάσσοντάς την από μερικά αποβράσματα".
Η Ανν-Λόρ έκλαιγε συνεχώς. “Πάσχω από μια βαριά και σπάνια επιληψία. Μαζεύω λεφτά πουλώντας βιβλία για να κάνω μια εγχείρηση που απλά θα μου επιτρέψει να ζήσω καμιά δεκαριά χρόνια ακόμα. Ορίστε αυτό είναι. Ζούμε μέσα από ένα ψέμα”.
Τις επόμενες μέρες οι δυο τους προσπάθησαν να βρουν μια λύση ή μάλλον να συμβιβαστούν στην ιδέα της ιδιαιτερότητας του καθενός. Ένας άντρας που αφαιρούσε ζωές και μια γυναίκα που περίμενε την ασθένεια της για να την αφαιρέσει. Ο Ερίκ της εξήγησε πως θα έπρεπε να φύγει την επόμενη μέρα της ‘δουλειάς’ αφού ήταν επικίνδυνο να βρίσκεται ακόμα στο Στρασβούργο. Προσπαθούσε να την πείσει για την αγάπη του και για να τον ακολουθήσει στο Βέλγιο. Εκείνη με τη σειρά της του ζητούσε να την παρατήσει μόνη μέχρι η επόμενη κρίση επιληψίας να θέσει τέρμα στη ζωή της.
Και η μέρα αυτή ήρθε. Ο Ερίκ είχε ακούσει πολλά για το πως μια νέα κρίση μπορεί να σημάνει το τέλος της κι όταν η Ανν-Λόρ την έπαθε, εκείνος ήταν δίπλα της. Την μετέφερε εσπευσμένα στο νοσοκομείο κρατώντας της το χέρι και δηλώνοντας σύζυγός της. Δεν έδωσε την πλαστή ταυτότητα που χρησιμοποιούσε στη δουλειά, αλλά την αληθινή. Οι γιατροί την πήραν μακριά του για λίγο και μετά από ώρα επέστρεψε ένας εξ αυτών με ύφος λύπης “δεν κινδύνεψε η ζωή της, όμως έπαθαν μεγάλη ζημιά πολλά εγκεφαλικά κύτταρα. Θα συνέλθει, όμως θα είναι χωρίς εγκεφαλικές λειτουργίες. Ένα φυτό”.
Ο Ερίκ σώπασε για λίγα δευτερόλεπτα όταν ξέσπασε “Δεν μπορεί! Κάνατε κάτι λάθος. Την καταστρέψατε!” γύρισε την πλάτη του σα να έφευγε και γύρισε απότομα ξανά προς εκείνον βγάζοντας ένα περίστροφο από την τσέπη του και πυροβολώντας τον. Ο πυροβολισμός κινητοποίησε την ασφάλεια του νοσοκομείου που μετά από συμπλοκή τον αφόπλισε και λίγο αργότερα η αστυνομία τον συνέλαβε. Στο τμήμα του αναγνωρίστηκαν τέσσερις δολοφονίες επί πληρωμή.
Ο Ερίκ καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη ενώ δε ζήτησε ποτέ να μεταφερθεί σε σωφρονιστικό ίδρυμα του Βελγίου. Δεν έμαθε ποτέ ξανά για την Ανν-Λόρ αν και μετά από χρόνια πήρε άδειες στις οποίες επισκεπτόταν τα σημεία που περπάτησαν μαζί, που φιλήθηκαν, που κάνανε έρωτα, που ήταν ερωτευμένοι σε αυτήν την μικρή ζωή τους.