Μια φορά σε έναν καιρό σε ένα τοπικό σχολείο της πόλης τα παιδιά ονειρεύονταν ένα καλύτερο αύριο. Παντού γύρω τους άκουγαν για το πως τα πράγματα θα είναι δύσκολα όταν μεγαλώσουν. Το πρότυπο των γονιών τους με μια καλή δουλειά και οικογένεια θα ήταν πολύ μακρινό για εκείνα. Όμως ο Λευτέρης ονειρευόταν την Ιουλία κι εκείνη ως το πιο ντροπαλό κορίτσι του σχολείου αρκούνταν στο να του στέλνει χαμόγελα ελπίδας.
Οι δυο τους μιλούσαν αρκετά στο σχολείο, η Ιουλία ήταν πολύ καλή μαθήτρια κι ο Λευτέρης ένα πολύ καλό παιδί. Δε θα έλεγε κανείς πως ξεχώριζαν από τα υπόλοιπα παιδιά,
όμως σίγουρα οι δυο τους είχαν μια ξεχωριστή επικοινωνία. Ήταν συμμαθητές για πολλά χρόνια μέχρι που έφηβοι έζησαν ο ένας τον άλλο να μεγαλώνουν και να αποκτούν περισσότερα ενδιαφέροντα. Δεν ήταν όμως τόσο απλά τα πράγματα γιατί η Ιουλία είχε αυστηρούς γονείς και οι έξοδοι της ήταν περιορισμένοι και με αυστηρή επίβλεψη. Ο Λευτέρης δεν ήταν άγνωστος στην οικογένειά της όμως είχε λάβει το μήνυμα πως… “μπορεί να κοιτάει, αλλά όχι ν’ αγγίζει”.
Αυτό δεν τον εμπόδιζε ποτέ να προσεγγίζει την Ιουλία. Συχνά οι δυο νέοι βρισκόντουσαν μαζί με αφορμή το διάβασμα, μια ταινία στον κινηματογράφο, μια ωραία εκδήλωση του πολιτιστικού συλλόγου. Ο Λευτέρης φρόντιζε σε κάθε ευκαιρία να δείχνει στην Ιουλία πως ήταν ερωτευμένος κι εκείνη αποκλείεται να μην το είχε καταλάβει. Άλλωστε παντού τριγύρω τους οι νέοι δημιουργούσαν έρωτες, τους χαλούσαν και ξανά απ’ την αρχή. “Άραγε νοιώθουν σαν εμένα” μονολογούσε ο Λευτέρης και συνεχώς έψαχνε την αφορμή να ξετυλίξει τα συναισθήματα του στην Ιουλία. Όμως αν όλα ήταν ιδέα του; Τα χαμόγελα, τα πειράγματα, ήταν όλα απλά δείγματα μια καλής φιλικής σχέσης; Θα τα χαλούσε όλα στο όνομα μιας χαζής ερωτικής εξομολόγησης;
Κι έτσι ο δειλός Λευτέρης συνέχιζε να ονειρεύεται την Ιουλία κι εκείνη να του χαμογελά τυραννικά ώσπου έφτασε η εποχή για την μεγάλη δοκιμασία των μαθητών. Τις εξετάσεις για κάποιο κολλέγιο, για την επίτευξη ενός μεγάλου στόχου.
- "Λευτέρη έχεις σκεφτεί που θέλεις να σπουδάσεις;
- Εσύ;
- Δεν ξέρω. Σε κάποια μεγάλη πόλη ίσως.
- Κι εγώ". Έλεγε ο Λευτέρης σκεφτόμενος πως το μόνο που ήθελε ήταν να είναι μαζί της
Το αύριο δεν άργησε να έρθει και οι δυο φίλοι ξεκίνησαν τις διακοπές του καλοκαιριού με την αγωνία των αποτελεσμάτων. Ο Λευτέρης στο όνομα της ελπίδας του ότι οι δυο τους θα μετακόμιζαν σε κάποια μεγάλη πόλη για σπουδές, καταπίεσε κάθε του επιθυμία για να ανοίξει στην Ιουλία την καρδιά του. Τα πράγματα όμως ήταν αρκετά μακριά απ’ όσο υπολόγιζε. Κανένα από τους δύο δεν κατάφερε να περάσει σε κάποιο πανεπιστήμιο, άλλωστε οι προνομιούχοι για φέτος ήταν ελάχιστοι. Η απογοήτευση των παιδιών για το μέλλον και ο φόβος για την ανακοίνωση στους γονείς ήταν μεγάλος. Η οικογένεια του Λευτέρη αποφάσισε να τον στείλει στο εξωτερικό για σπουδές, όμως ο αυστηρών αρχών πατέρας της Ιουλίας αποφάσισε πως η αποτυχία ήταν και το αποτέλεσμα της ζωής της. Έτσι την ανάγκασε να βρει μια δουλειά χωρίς μια ευκαιρία για άλλες σπουδές.
Ο Λευτέρης σύντομα προσαρμόστηκε σε μια νέα πραγματικότητα, μακριά από τους φίλους του, μα πολύ περισσότερο μακριά από το όνειρό του, την Ιουλία. Η προσωπικότητα
του ξεχώρισε και έγινε δημοφιλής ανάμεσα στις νέες του παρέες. Οι γυναίκες δεν ήταν πια κάτι τόσο πολύπλοκο και όσα εκείνος ονειρευόταν το χαμόγελο της Ιουλίας τόσο οι συμφοιτήτριες του τον προσέγγιζαν απειλητικά. Δεν πέρασαν πολλά έτη για να αποκτήσει ο Λευτέρης τις πρώτες του σχέσεις, ποτέ όμως δεν ξέχασε το απωθημένο του. Ποτέ όμως δεν επικοινώνησε μαζί της. Φοβόταν τόσο να σηκώσει το τηλέφωνο ο πατέρας της, ίσως τον κατηγορούσε για την αποτυχία της κόρης του. Ο Λευτέρης σκεφτόταν την Ιουλία ακόμα κι όταν έκανε έρωτα με άλλες κοπέλες.
Στο μεταξύ η Ιουλία είχε καταφέρει να γίνει γραμματέας σε ένα γραφείο διοίκησης και συμβουλευτικών επιχειρήσεων στην πόλη. Τα λεφτά δεν ήταν πολλά όμως το ότι κατάφερνε να ξεφεύγει κάθε μέρα από την γειτονιά της, την γέμιζε ευχαρίστηση. Ο Νώντας ήταν οδηγός της εταιρείας και γνωστός της οικογένειας της. Ο λόγος του είχε βοηθήσει για να προσληφθεί η Ιουλία και τώρα που τα ωράριά τους ταίριαζαν την έφερνε στη δουλειά και την γυρνούσε σπίτι. Δεν της άρεσε το ότι ήταν της γειτονιάς όμως ήταν πάντα πολύ καλός μαζί της.
- “Σε βάζω σε τόσο κόπο κάθε μέρα βρε Νώντα”
- “Όσο σε βλέπω να χαμογελάς δεν υπάρχει κόπος. Χαιρέτα μου τον πατέρα σου”
Η Ιουλία με ένα χτιστό χαμόγελο γύρισε κι εκείνη τη μέρα στο σπίτι.
Είχαν περάσει πέντε ή έξι χρόνια και ο Λευτέρης κατάφερε να τελειώσει τις σπουδές του στη Διοίκηση Επιχειρήσεων οπότε και αποφάσισε να γυρίσει πετυχημένος στην
οικογένεια του απλά και μόνο για να ξεκινήσει από κει την εύρεση εργασίας, χορτασμένος από εμπειρίες, σε σπουδές και γυναίκες.
Η άφιξη του βρήκε τους περήφανους γονείς συγκινημένους, ο ίδιος όμως είχε πάντα μια εκκρεμότητα στο βάθος του μυαλού του. Πέρασε αρκετές ημέρες στις οποίες συναντούσε παλιούς φίλους, όμως σε κανέναν δεν άνοιξε θέμα για την Ιουλία. Περίμενε να μάθει για εκείνην από αλλού. Μέχρι τότε συνέχιζε να βγαίνει με τους παλιόφιλους απ’ το σχολείο. “Ρε συ; Εσύ δεν σπούδασες διοίκηση; Να ρωτήσουμε τον Νώντα που δουλεύει οδηγός σε μια τέτοια εταιρεία. Δεν ξέρω λεπτομέρειες, αλλά κάτι τέτοιο κάνει. Αυτός θα σε βοηθήσει. Τον θυμάσαι τον Νώντα έτσι; Αυτός παντρεύεται την… πως την λένε, που κάνατε παρέα στο σχολείο;”
- “Την Ιουλία”; ρώτησε ο Λευτέρης που μόλις είχε ασπρίσει ολόκληρος.
- “Μπράβο, την Ιουλία. Μαζί δουλεύουνε”.
Ο Λευτέρης έντρομος βρήκε πληροφορίες για την εταιρεία και έκανε τα χαρτιά του για την δουλειά αυτή. Με τέτοιο βιογραφικό δύσκολα θα του απαντούσαν αρνητικά κι έτσι σε χρόνο μηδέν ο Λευτέρης έγινε στέλεχος της εταιρείας. Εκεί ήταν που πρωτοσυνάντησε την Ιουλία.
- “
Ήξερα ότι έχεις έρθει, αλλά δεν ήξερα γιατί δεν ήρθες να με βρεις” του είπε με ένα αόριστο ύφος.
- “
Έμαθα ότι παντρεύεσαι και δεν ήθελα να…” ψέλλισε ο Λευτέρης.
- “
Να, τι; Τι σημασία έχει; Θα ήθελα πολύ να σε γνωρίσω στον Νώντα. Έχουμε τόσα να θυμηθούμε!” Είπε κάπως ειρωνικά η Ιουλία.
- “
ή να ξεχάσουμε” ψιθύρισε εκείνος,
- “
Τι είπες;” ρώτησε δυναμικά η φίλη του.
- “
Τίποτα. Θα χαρώ να τον γνωρίσω”. Κάτι μόλις είχε διαλυθεί στον Λευτέρη. Ίσως ήταν τα όνειρά του. Ίσως.
Και η συνάντηση δεν άργησε να γίνει. Ο Νώντας ήταν ένας καλός τύπος. Όσο κι αν ήθελες να τον μισήσεις, δεν μπορούσες. Ήταν αμοιβαίο. Ο Νώντας προσκαλούσε συνέχεια τον Λευτέρη σε ότι κι αν έκανε. Έβγαιναν για ποτό, για μπάλα, για διασκέδαση. Άλλοτε μόνοι τους, άλλοτε με την Ιουλία. Εκείνη προσπαθούσε να ερμηνεύσει την παρέα των δύο αντρών, ο Λευτέρης όμως ένοιωθε ότι την απολάμβανε. Είχε αφήσει πίσω του την Ιουλία;
Πέρασε αρκετός καιρός έτσι. Λευτέρης και Νώντας ήταν πλέον δυο καλοί φίλοι. Το βράδυ μάλιστα ο Λευτέρης ήταν καλεσμένος στο σπίτι του ζευγαριού για λίγες ώρες χαλάρωσης στην βεράντα. Ο Λευτέρης έφτασε σπίτι πολύ χαλαρός πλέον με τους δυο τους.
- “
Ήταν απ’ τη δουλειά. Χρειάζονται το υπηρεσιακό αυτοκίνητο για ένα δρομολόγιο. Πρέπει να πάω και θα γυρίσω αύριο. Εσείς καθίστε” είπε ο Νώντας κρατώντας το τηλέφωνο.
- “
Θέλεις να έρθω για παρέα”; πρότεινε πρόθυμος ο Λευτέρης.
- “
Όχι ρε. Πείτε τα εσείς και τα λέμε αύριο” απάντησε βιαστικά ο Νώντας κι έφυγε.
Τώρα ο Λευτέρης και η Ιουλία κάθονταν σιωπηλοί στη βεράντα. Τυχαία αντάλλασσαν βιαστικές ματιές όμως έδειχναν να απολαμβάνουν την βραδινή ησυχία. Ο Λευτέρης τώρα
άρχισε να κοιτά πιο επίμονα την Ιουλία σα να προετοίμαζε κάτι. Ναι, ήθελε να της μιλήσει.
- “
Ξέρεις…” ξεκίνησε τελικά να λέει.
- “
Μην το αρχίσεις. Δε θα καταλήξει καλά. Πες κάτι άλλο ή φύγε” τον πρόλαβε εκείνη
- “
..όμως δεν σκέφτομαι τίποτα άλλο. Το μόνο που σκέφτομαι είναι τα χρόνια που άφησα να περάσουν και πόσο αυτά με βασανίζουν”. Η Ιουλία πολύ σκεπτική προσπάθησε να απαντήσει, όμως ο Λευτέρης που την είχε πλησιάσει έκλεισε απαλά με το δάχτυλο του τα χείλη της και προσπάθησε να την φιλήσει. Εκείνη αρχικά δεν αντιστάθηκε και χωρίς να αντιδρά τον άφησε να την φιλά χωρίς εκείνη να κινεί τα χείλη της. Σε δευτερόλεπτα είχε αποτραβηχτεί “
…όμως Λευτέρη τώρα είναι αργά. Τώρα είναι πολύ αργά. Δεν ήμουν σίγουρη όμως αισθανόμουν αυτόν τον έρωτα από μικρή. Ήταν στο χέρι σου να κάνεις κάτι γι’ αυτό κι εσύ άφησες να χωριστούμε για να έρθεις μετά από χρόνια να ζητήσεις τι; Να είναι όλα όπως παλιά; Επειδή εσύ τώρα είσαι διαθέσιμος; Λυπάμαι, αλλά πρέπει να πείσεις τον εαυτό σου ότι δε γίνεται πια. Το ίδιο θα κάνω κι εγώ” ξέσπασε σε έντονο ύφος η Ιουλία και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα για να τον συνοδεύσει στην έξοδο. Όπως κι έγινε.
Ο Λευτέρης έφυγε μεθυσμένος από τη γεύση των χειλιών της και ζαλισμένος από τα λόγια της. Εκείνη έμεινε στη βεράντα ως το ξημέρωμα. Ανίκανη για οποιαδήποτε κίνηση της είχαν πέσει οι τιράντες μένοντας γυμνόστηθη και ιδρωμένη από την καυτή και βασανιστική βραδιά μέχρι που ο θόρυβος μιας νυχτερίδας την ξύπνησε απ’ το λήθαργο.
Ο Λευτέρης αραίωσε πολύ από τη ζωή του Νώντα. Αν και εκείνος τον καλούσε συχνά σπίτι ή έξω για διασκέδαση αυτός συνήθως απέφευγε ευγενικά τις προσκλήσεις. Η επίσημη δικαιολογία του ήταν μια καινούρια γνωριμία που είχε. Μόνο τότε ο Νώντας καταλάβαινε κλείνοντάς του το μάτι. Υπήρχαν φορές που μετά τη δουλειά έβγαιναν για λίγο, όμως με την Ιουλία είχαν συναντηθεί ελάχιστες φορές, για ελάχιστο χρόνο με ελάχιστα λόγια.
Δεν είχαν περάσει πολλές ημέρες από τότε, όταν ο Νώντας περιχαρής έφερε στην εταιρεία τα προσκλητήρια του γάμου. Αφού τα μοίρασε σε όλους τους κάλεσε για μια μπύρα εκεί κοντά στη δουλειά αμέσως μόλις σχολούσαν. Κανείς δε θα μπορούσε να αρνηθεί έστω για λίγο. Ούτε ο Λευτέρης. Ούτε καν η Ιουλία. Η παρέα ήταν μεγάλη και η Ιουλία έδειχνε ευτυχισμένη. Ο Λευτέρης όμως δεν ήταν πεπεισμένος. Την κοιτούσε επίμονα προσπαθώντας να υποκλέψει στο βλέμμα της μια αφορμή για να σκεφτεί πως κάτι δεν πάει καλά μαζί της. Μια σπίθα για μια φωτιά που ο ίδιος πριν χρόνια είχε σβήσει. Δεν τα κατάφερε. Κι όχι μόνο αυτό. Τα βλέμματά τους αυτή τη φορά δεν διασταυρώθηκαν ούτε μία φορά. Αυτό ήταν. Η επόμενη φορά που αναγκαστικά θα ξαναβλεπόντουσαν θα ήταν στο γάμο της, εκεί που ο Λευτέρης θα την προσέγγιζε για να της ευχηθεί. Να της ευχηθεί τί, άραγε;
Η μέρα έφτασε. Και ο κόσμος είχε ήδη φτάσει στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας περιμένοντας τη νύφη. Ο Λευτέρης δεν ήταν εκεί, αλλά ποιός θα το πρόσεχε αυτό εκείνη τη στιγμή; Σίγουρα όχι η Ιουλία. Η οποία τελικά έφτασε με τον κόσμο να χειροκροτεί για την πολύ όμορφη στιγμή των δύο νέων. Ήταν όλα υπέροχα. Το ζευγάρι θα παντρευόταν σε ένα ανοιχτό ‘ξωκλήσι το οποίο ήταν στολισμένο ονειρικά από τα πρώτα βήματα της νύφης στο σημείο που το αυτοκίνητο θα την άφηνε, έως ψηλά το γραφικό καμπαναριό με όμορφες ροζ κορδέλες.
Η νύφη έκανε τα πρώτα βήματα και ο πατέρας της την παρέδωσε στον Νώντα χαμογελώντας. Οι δυο τους πλησίασαν το βήμα ‘μπρος στον ιερέα. Η Ιουλία έτρεμε και το ιδρωμένο της χέρι έκανε το Νώντα να της δώσει ένα πεταχτό…
…δεν πρόλαβε για τίποτα. Ο κόσμος πίσω τους άρχισε να φωνάζει πανικόβλητα. Κοίταξαν ψηλά. Ένας άντρας κρεμόταν από τις ροζ κορδέλες στο καμπαναριό. Ήταν ο Λευτέρης.