Μια φορά σε έναν καιρό μπήκα στο σπίτι της για να ποτίσω τα λουλούδια όταν βρήκα παρατημένο ένα πρόχειρο σημειωματάριο. Δεν υπήρχε πια λόγος να μην το ανοίξω κι έτσι του έριξα μια γρήγορη ματιά. Έγραφε: “Αν άρχιζα σήμερα ένα ημερολόγιο θα ξεκινούσα κάπως έτσι: «Με λένε Βίκυ και ντρέπομαι που θα το εξομολογηθώ, όμως πλησιάζω τα τριάντα πέντε και ακόμα δεν έχω ζήσει έναν μεγάλο έρωτα με διάρκεια. Σχέσεις εφήμερες της μιας βραδιάς με ημερομηνία λήξεως τον ερχομό της αυγής, το τέλος των διακοπών ή ενός επαγγελματικού ταξιδιού. Σαν μια τυπική κοπέλα στην ηλικία μου έχω αναρωτηθεί ‘που πήγαν οι άντρες’»”.
Η Βίκυ ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα. Θα έλεγε κανείς πως τίποτα δεν έλειπε από τη ζωή της. Όμορφη, με καλλίγραμμο σώμα, υπέροχο χαμόγελο και νάζι που αφοπλίζει, γλυκιά και πρόθυμη, έμενε μόνη της, ήταν ανεξάρτητη και πολύ αποφασιστική και δυναμική γυναίκα. Κανονικά, το όνειρο κάθε άντρα. Νοσηλεύτρια στο επάγγελμα είχε αντικρύσει τα πιο αποτρόπαια θεάματα που ήταν ποτέ δυνατό να δει κανείς. Κι όμως η δραστηριότητα και η αποφασιστικότητά της την είχαν κάνει ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο στα χέρια κάθε γιατρού.
Το εργαλείο βέβαια είχε πολλές λειτουργίες. Ναι, γιατί όσο όμορφη ήταν άλλο τόσο προκλητική έδειχνε. Μπορεί η λευκή ρόμπα της νοσηλεύτριας να ήταν κοινότυπη, εκείνη όμως φρόντιζε να φοράει τα απολύτως απαραίτητα από κει και μέσα. Το πόσους ασθενείς είχε κολάσει δεν μπορώ να το περιγράψω. Πολλοί ήταν ηλικιωμένοι κύριοι που αρκούνταν στο να κοιτάνε ότι μπορούσαν, κάποιοι όμως λίγο μικρότεροι φαινόντουσαν πιο… άτακτοι και προς έκπληξη όλων, ανταμειβόντουσαν κατάλληλα. Η αλήθεια είναι πως η Βίκυ έβγαινε με πολλούς ασθενείς του νοσοκομείου. Έτσι κι αλλιώς οι προτάσεις ήταν ασταμάτητες και η Βίκυ δεν ήταν το κορίτσι που δυσκολευόταν να δώσει τον αριθμό του τηλεφώνου της σε έναν άντρα. Είχε περάσει αξέχαστες βραδιές, ρομαντικές ή πιο άγριες, όμως πάντα είχε μια αρχή, να μην πηγαίνει ποτέ με γιατρούς. “Πάλι καλά”, είχα σχολιάσει όταν το έμαθα.